Σκοτεινά Βάθη
Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Α Β Α Θ Η 19 Από την ουρά στο ταμείο κοιτούσε και τον Άνταμ, που τώρα καθόταν με τη Λίσα στα γόνατα, ένα μικρό πεκινουά που συνα ντούσαν ενίοτε και ανήκε σε μια ηλικιωμένη κυρία. Ο Μάρτιν χαμογέλασε και αναστέναξε μέσα του. Ήξερε τώρα τι τον περί μενε. Όλο το Σαββατοκύριακο ο Άνταμ θα μιλούσε για τη Λίσα. Πόσο απαλό ήταν το τρίχωμά της, πόσο είχε πλάκα να παίζεις μαζί της. Δεν θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν κι αυτοί ένα τέτοιο σκυλάκι; Πότε θα το έπαιρναν; Όταν θα γινόταν τεσσάρων ή όταν γινόταν πέντε; Και θ’ αποφάσιζε ο ίδιος πώς θα το φώναζαν; Όταν ο Μάρτιν τελείωσε στο ταμείο, η Λίσα ήταν άφαντη και την είχε αντικαταστήσει ένα κουτάκι καραμέλες. «Κοίτα» έκανε με ικανοποίηση ο Άνταμ κουνώντας το κουτί με τις καραμέλες. Πίσω του καθόταν ένας πολύ υπέρβαρος άντρας στα εξήντα με αθλητική φόρμα. Ο Μάρτιν δεν τον αναγνώρισε. Εκείνος στη ρίχτηκε σ’ ένα μπαστούνι, του έκλεισε το μάτι και είπε με βραχνή φωνή: «Σύντομα θα έχουμε Σάββατο». Η Αλεξάντρα καθόταν στον καναπέ της κουζίνας με τη Νέλι στην αγκαλιά και κοιτούσε την αλληλογραφία όταν ο Μάρτιν με τον Άνταμ μπήκαν μέσα. Μια απλίκα στον τοίχο και δύο αναμμένα κεριά γέμιζαν το απογευματινό σύθαμπο, το ραδιόφωνο έλεγε ειδήσεις και μια ευωδιά παρμεζάνας κάλυπτε την κουζίνα. Στην ηλεκτρική κουζίνα μια κατσαρόλα με ριζότο. « Έφτιαξες…; » «Καλά, μη σοκάρεσαι τόσο» έκανε η Αλεξάντρα δήθεν προ σβεβλημένη. Ο Μάρτιν έβγαλε το τζάκετ και το κρέμασε στο χολ, ενώ ο Άνταμ έτρεξε κοντά στη μαμά του που τον αγκάλιασε και εκείνος της έδειξε το χάρτινο αεροπλανάκι και το κουτάκι με τις καρα μέλες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=