Σκοτεινά Βάθη

S U S A N N E J A N S S O N 18 «Γεια σου, αγάπη μου» είπε ο Μάρτιν και κάθισε ανακούρ­ κουδα. Ενώθηκαν σ’ ένα μεγάλο αγκάλιασμα με άρωμα λουκάνικου και ο Μάρτιν ένιωσε όλες τις ανησυχίες του να διαλύονται και να εξαφανίζονται. «Μπες και κάθισε στο αυτοκίνητο, εγώ θα πάω να πάρω τα πράγματά σου και να τους πω ότι δεν θα έρθεις αύριο». Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν βγήκαν στον επαρχιακό δρόμο. Δίπλα στον Μάρτιν καθόταν ο Άνταμ σε ένα παιδικό κά­ θισμα ασφαλείας στραμμένο προς τα πίσω και προσπαθούσε να φτιάξει ένα αεροπλανάκι διπλώνοντας ένα κομμάτι χαρτί. Ακού­ στηκε το μπλιπ ενός SMS στο κινητό. Ήταν η Αλεξάντρα. Μπορείς ν’ αγοράσεις ποπκόρν; έγραφε στο μήνυμα και είχε στο τέλος μια μεγάλη καρδιά. Ο Μάρτιν χαμογέλασε και της έστειλε ένα ιμότζι φιλιού. Το επαρχιακό παντοπωλείο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στον δρό­ μο και είχε πελάτες ανθρώπους που έμεναν έξω από το χωριό Χένον και απέφευγαν να πηγαίνουν στο σουπερμάρκετ του χω­ ριού. Διέθετε τα συνηθέστερα και βασικά πράγματα, και είχε επίσης μια μικρή γωνιά με μερικές καρέκλες, ένα τραπέζι και ένα αυτόματο μηχάνημα για καφέ. Εκεί υπήρχε πάντοτε κάποιος ν’ αλλάξεις δυο κουβέντες αν ήθελες, εκεί συζητούσαν για στοιχήματα ιπποδρόμου και γι’ απο­ τελέσματα ποδοσφαίρου κι εκεί συνήθιζε να κάθεται και να πε­ ριμένει ο Άνταμ. Μερικές φορές κάποια ευγενική κυρία ή κύριος θα του έδινε ένα γλειφιτζούρι ή καραμέλες. «Μείνε εδώ, θα γυρίσω αμέσως» είπε ο Μάρτιν και είδε ότι ο Άνταμ, χωρίς απάντηση, έτρεξε αμέσως και κάθισε στη συνηθι­ σμένη θέση του σε μία από τις ψάθινες καρέκλες. Ο Μάρτιν πήρε γρήγορα αυτά που ήθελε και πήγε στο ταμείο να πληρώσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=