Σκληρό καλοκαίρι

Σ Κ Λ Η Ρ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι 13 Βαντίμ έλεγξε τις πληγές της. Το αίμα έτρεχε με ομαλό ρυθμό, δεν είχε πειραχτεί αρτηρία. Ούτε φυσαλίδες αέρα υπήρχαν, οπότε πρέπει να ήταν αβλαβείς και οι πνεύμονες. Μπορούσε κάλλιστα να τα βγάλει πέρα. «Ποιος ήταν αυτός που πυροβόλησε;» ρώτησε εκείνη λαχα- νιασμένη κι άρπαξε το μπουφάν του Βαντίμ με το καταματω- μένο χέρι της. «Ποιος μαλάκας άρχισε να πυροβολεί;» «Μ’ εμάς είναι». «Τι; Τι εννοείς μ’ εμάς; Ποιος είναι;» «Έλα τώρα». Της πήρε προσεκτικά το πιστόλι από το χέρι, το έβαλε στην τσέπη πριν να σηκωθεί, έσκυψε και τη βοήθησε να σταθεί όρ- θια. Εκείνη μόρφασε από πόνο και προσπάθεια, αλλά σηκώθη- κε και στάθηκε στα πόδια της. Ο Βαντίμ την έπιασε από τη μέση, πέρασε το χέρι της πάνω στους ώμους του και πήγαν στο ξέφωτο ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Όταν έφτα- σαν εκεί όπου είχε πέσει ο Φινλανδός με το τατουάζ, ο Βαντίμ σταμάτησε, κατέβασε προσεκτικά το χέρι της Λιούμπα, τράβη- ξε το χέρι του που στήριζε τη μέση της και έκανε δυο μεγάλες δρασκελιές στο πλάι. «Συγχώρα με…» Το βλέμμα της Λιούμπα ήταν γεμάτο ακατανοησία αρχικά, αλλά συνειδητοποίησε τι είχε κάνει ο Βαντίμ, πού την είχε οδη- γήσει, ακριβώς πριν τη χτυπήσει στον κρόταφο η σφαίρα από το όπλο με τον σιγαστήρα και τη σωριάσει στο έδαφος. Ο Βαντίμ πίεσε το χέρι πάνω στο τραύμα στον κόκκυγα και τεντώθηκε, ξεφύσησε μ’ έναν βαθύ στεναγμό. Παρ’ όλα αυτά είχαν πάει τα πάντα σύμφωνα με το σχέδιο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=