Σκληρό καλοκαίρι

H A N S R O S E N F E L D T 12 Η Λιούμπα δεν φαινόταν πουθενά. Μια μπαταριά πυροβολισμών ακούστηκε από το χαντάκι στην άκρη του δάσους και οι σφαίρες χτύπησαν στο μέταλλο στο πίσω μέρος του τροχού, τρύπησαν το λάστιχο. Η μία δια- πέρασε το καουτσούκ και τον πέτυχε στο πλευρό, ακριβώς πάνω από τον έναν γλουτό. Ο πόνος ήταν σαν να πέρασε λευκή αστραπή απ’ όλο το κορμί. Έπνιξε με κόπο μια κραυγή, ακού- μπησε το μέτωπό του στα τραβηγμένα κάτω από το πιγούνι γόνατά του και προσπάθησε να μαζευτεί ώστε να πιάνει τον μικρότερο δυνατό χώρο. Όταν άφησε μετά να βγει από μέσα του ο αέρας, συνειδητοποίησε ότι οι πυροβολισμοί είχαν στα- ματήσει. Είχε επικρατήσει σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Καμία κίνηση, καθόλου φωνές, ούτε ουρλιαχτά λόγω πόνου ή δολιότητας ούτε κελαηδίσματα, τίποτα, απολύτως τίποτα. Λες και η συγκεκριμένη τοποθεσία κρατούσε την ανάσα της. Κοίταξε προσεκτικά μπροστά με το Τζιπ να τον καλύπτει. Ακόμη σιωπή. Ακόμη ησυχία. Αργά, πολύ αργά σήκωσε το κεφάλι για να δει καλύτερα. Ο ήλιος πιο κάτω από τις κορυφές των δέντρων, πάνω από τον ορίζοντα, το σκηνικό μπροστά του λουζόταν στο απαλό φως που μόνον ο ήλιος του μεσονυκτίου μπορεί να προσφέρει. Ορθώθηκε αργά και στάθηκε στα πόδια του, είχε ακόμη το βλήμα στους μυς και στον ιστό, αλλά δεν φαινόταν να έχει πει- ράξει ζωτικά όργανα. Πίεσε την παλάμη του στο τραύμα. Αίμα, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να το επιδέσει. «Λιούμπα;» Εκείνη καθόταν ακουμπισμένη στον πίσω προφυλακτήρα του αυτοκινήτου των Φινλανδών, ρηχή διαλείπουσα ανάσα, το μπροστινό μέρος από το γκρίζο φανελάκι, κάτω από το τζάκετ, μουσκεμένο από αίμα, το πιστόλι ακόμη στο δεξί της χέρι. Ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=