Η σκιά του κυνηγού
G EORG E R . R . MA R T I N , GA RDNE R DOZO I S & DAN I E L A B R AHAM 20 πρόσωπό του ήταν η εικόνα της υπομονετικής, στωικής στε νοχώριας. Άπλωσε τη χερούκλα του. Ο Ραμόν τέντωσε πάλι προκλητικά το πιγούνι του, φούσκωσε και το στήθος του, σαν να τον είχε προσβάλει η χειρονομία του Μικέλ. Ο μπάρμαν απλώς αναστέναξε, κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα δώθε και του έκανε νόημα με τα δύο δάχτυλα σαν να έλεγε δώσ’ το μου . Ο Ραμόν σούφρωσε τα χείλη του, μισογύρισε την πλάτη του και τελικά κοπάνησε τη λαβή του σουγιά στην απλωμένη παλάμη του μπάρμαν. «Έρχεται η αστυνομία» τον προειδοποίησε ο Μικέλ. «Πή γαινε σπίτι σου, Ραμόν». «Είδες τι έγινε» είπε ο Ραμόν. «Όχι, δεν ήμουν εδώ όταν έγινε. Και δεν ήσουν ούτε εσύ, εντάξει; Φεύγα τώρα. Και κράτα το στόμα σου κλειστό». Ο Ραμόν έφτυσε στη λάσπη και έφυγε μέσα στη νύχτα με γοργά θυμωμένα βήματα. Μόνο όταν άρχισε να βαδίζει κατά λαβε πόσο μεθυσμένος ήταν. Στο κανάλι, μετά την πλατεία, κάθισε ανακούρκουδα ακουμπώντας την πλάτη του σ’ ένα δέ ντρο και περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί ότι μπορούσε να περ πατήσει χωρίς να τρεκλίζει. Γύρω του η Ντιέγκοταουν ξόδευε το βδομαδιάτικό της σε αλκοόλ, καάφα κιγίτ και πληρωμένο σεξ. Ζωηρή χορευτική μουσική ακουγόταν από τα πλωτά σπί τια των τσιγγάνων στο κανάλι · γοργό, γιορτινό ακορντεόν και μαζί τρομπέτες, μεταλλικά τύμπανα και φωνές γλεντοκόπων. Κάπου μέσα στο σκοτάδι έκρωζε θρηνητικά ένας δεκαπτέ ρυγος, ένα «πουλί» που στην πραγματικότητα ήταν ιπτάμενη σαύρα και η φωνή του θύμιζε ανατριχιαστικά θρήνο απελπι σμένης γυναίκας – πράγμα που είχε κάνει τους δεισιδαίμονες Μεξικανούς χωρικούς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα μεγάλο πο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=