Η σκιά του κυνηγού

Η Σ Κ Ι Α ΤΟΥ Κ Υ ΝΗ Γ ΟΥ 19 θε πάνω στο πρόσωπό του τη λαχανιασμένη ανάσα που μύριζε γλυκόριζα. Το πλήθος βουβάθηκε καθώς ο ψηλός Ευρωπαίος έπεσε αργά, πρώτα στα γόνατα κι ύστερα καθιστός με τα πό­ δια απλωμένα μπροστά πάνω στη βρομερή λάσπη του δρόμου. Τα μεγάλα μαλακά χέρια του άνοιγαν και έκλειναν χωρίς σκο­ πό και ήταν καλυμμένα από αίμα, αίμα που αρχικά φάνηκε ασπριδερό κάτω από το κόκκινο φως της φωτεινής επιγραφής κι ύστερα μαύρο, όταν το φως της επιγραφής έγινε μπλε. Το στόμα του Ευρωπαίου έχασκε ανοιχτό, αίμα ανάβλυζε κατά ριπές μέσα από τα δόντια του. Αργά, πολύ αργά, σαν να έπαιζε μια σκηνή σε αργή κίνηση, ο άντρας έγειρε στο πλάι και έπεσε στο χώμα. Κλότσησε μερικές φορές τη λάσπη με τις φτέρνες. Έμεινε ακίνητος. Κάποιος από το πλήθος, κατάπληκτος, έντρομος, πέταξε μια χυδαία βλαστήμια. Η άγρια ευχαρίστηση της αυτοδικαίωσης που είχε νιώσει ο Ραμόν ξεθώριασε. Κοίταξε τα πρόσωπα των συγκεντρωμένων – μάτια γουρλωμένα, στόματα που σχημάτιζαν μικρά ολοστρόγ­ γυλα όμικρον. Το αλκοόλ στο αίμα του υποχώρησε, η νηφαλιό­ τητα πήρε την πρώτη θέση στο μυαλό του. Τον τύλιξε ένα στενάχωρο συναίσθημα προδοσίας – αυτοί οι άνθρωποι τον παρακινούσαν, ενθάρρυναν τον καβγά. Και τώρα τον εγκατέ­ λειπαν επειδή είχε βγει νικητής! «Τι;» φώναξε ο Ραμόν στους πελάτες του Ελ Ρέι. «Ακούσα­ τε τι έλεγε! Είδατε τι έκανε!» Αλλά το δρομάκι άδειαζε. Ακόμα και η γυναίκα που ήταν με τον Ευρωπαίο, αυτή που τα είχε ξεκινήσει όλα, είχε φύγει. Ο Μικέλ Ιμπραΐμ, ο μπάρμαν του Ελ Ρέι, ερχόταν με βαριά βήματα προς το μέρος του Ραμόν και το φαρδύ αρκουδίσιο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=