Το σημείο του Μπόρκμαν

2 Α τέλειωτη αμμουδιά. Ατέλειωτη και πάντα η ίδια. Ήρεμη, γκρίζα θάλασσα κά­ τω από έναν χλωμό ουρανό. Μια λωρίδα σκληρής, υγρής άμμου δίπλα στο νερό, όπου μπορούσε να κρατάει έναν σταθερό ρυθ­ μό βηματισμού. Από την άλλη μεριά, πιο στεγνή, γκριζωπή άμμος γεμάτη αρμυρίκια και θάμνους μόνιμα λυγισμένους από τον άνεμο. Πιο πίσω, βαθιά μέσα στον αρμυρό βάλτο, θαλασ­ σοπούλια πετούσαν σε μεγάλους αργούς κύκλους γεμίζοντας τον αέρα με τα μελαγχολικά τους κρωξίματα. Ο Βαν Βέτερεν κοίταξε το ρολόι του και κοντοστάθηκε. Δί­ στασε για μια στιγμή. Πέρα, στη θολή απόσταση, μόλις που διέκρινε το καμπαναριό της εκκλησίας στο Κράιβιν, αλλά ήταν πολύ πολύ μακριά. Αν συνέχιζε προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήθελε τουλάχιστον μία ώρα ακόμα μέχρι να καθίσει να πιει μια μπίρα στο καφέ της πλατείας. Ίσως άξιζε τον κόπο, αλλά τώρα που είχε σταματήσει ήταν δύσκολο πια να πείσει τον εαυτό του. Η ώρα ήταν τρεις. Είχε ξεκινήσει μετά το μεσημεριανό – ή αργοπορημένο πρωινό, ανά­ λογα πώς το βλέπει κανείς. Τέλος πάντων, γύρω στη μία, έπει­ τα από μία ακόμα νύχτα που είχε πέσει νωρίς στο κρεβάτι και ο ύπνος τον είχε πάρει κοντά στα χαράματα. Δύσκολο να πει ποια ήταν η αιτία του άγχους και του εκνευρισμού που τον έκανε να στριφογυρίζει ακόμη στο βουλιαγμένο διπλό στρώμα, ενώ έξω το πρώτο γκρίζο φως της αυγής όλο και δυνάμωνε… δύσκολο να πει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=