Σήκω από πάνω μου

ΣΗΚΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ 13 το βάρος στις χούφτες της, η Νίνα αναπήδησε παραέξω στο κλαδί κι ο βραδινός αέρας τής έριξε κουρτίνα μια τούφα μαλλιά στα μάτια. «Ακόμη έξω είσαι;» τη ρώτησε. «Ε, δεν με βλέπεις;» «Ο Κρις πού είναι;» Έσκασε η ερώτηση στο στομάχι της. Καλά είχε ξεχαστεί ως τότε, τι ήθελε και της το θύμισε; «Δεν ξέρω πού είναι» του απάντησε. «Έφυγε με μια χα- ζοβιόλα». «Τι χαζοβ-ι-όλα ήταν αυτή;» «Ε, με μια απ’ την τάξη». «Α, μάλιστα, κατάλαβα» είπε και τα χαρακτηριστικά του στρογγύλεψαν. «Άντε, έλα, πάμε να δούμε αν γύρισε». Η Νίνα ζύγιασε την απόσταση από το έδαφος και, με την ενστικτώδη ευελιξία της μαϊμούς, σάλταρε κατευθείαν στον βούρκο των λασπωμένων φύλλων κάτω απ’ το δέντρο. Σύ- ντομα διάβαιναν κάτω από τα ξεβαμμένα κάγκελα των μπαλκονιών, αχνοφωτισμένων από κατοικημένα δωμάτια, δίπλα από το βάθος του μαντρωμένου καφεκοπτείου και το στέκι του τσαγκάρη με τις αράδες των παπουτσιών να του φυλούν την πρόσοψη. Το κρύο τώρα θέριζε, την τρυπούσε κατάσαρκα. «Γιατί δεν φοράς γάντια;» τη ρώτησε και τράβηξε τη χού- φτα της στην τσέπη του. Στρίβοντας στο σοκάκι, άφησαν τα φώτα πίσω – δυο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=