Σήκω από πάνω μου

12 ΛΙΝΑ ΒΑΡΟΤΣΗ Ο κυρ Ανέστης λοξοκοίταξε το κλαδί, όμως δεν έβγαλε κιχ, έκανε μόνο πως ισιώνει τον γιακά του μπουφάν του – το ίδιο φουσκωτό, ξεχειλωμένο μπουφάν που από κυπα- ρισσί είχε ξεθωριάσει σε κίτρινο με τα χρόνια. Τα φρύδια του, ένα δάχτυλο παχιά, μαυριδερά και ανακατεμένα, του έκαναν το βλέμμα δυο φορές πιο βλοσυρό, τα χοντροκομ- μένα χαρακτηριστικά του αποτύπωναν μια μόνιμη αγριάδα στη μούρη του. Όλη μέρα ρυμουλκούσε τον όγκο του πέρα δώθε στο μαγαζί και, όταν δεν είχε δουλειά, στεκόταν στο κατώφλι φουμάροντας και γρυλίζοντας στα παιδιά του πάρ- κου να βγάλουν τον σκασμό, να μαζέψουν το σκουπιδαριό τους, να τσακιστούν στα σπίτια τους. Στη Νίνα, βέβαια, τσιμουδιά. Μόνο κάτι λοξές ματιές έσκαγαν σαν άσφαιρα δίπλα της, άντε και κάνα μουρμουρητό κάτω απ’ το μου- στάκι. Όχι που θα τα ’βαζε με τη μικρή κόρη του Αμερικά- νου. Ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Να τος ο Αμερικάνος, σκαρφάλωνε την ανηφόρα. Κε- φάλι σκυφτό, λες κι η τσαλακωμένη άσφαλτος του ’λεγε μεγάλα μυστικά, η ξανθιά κόμη να φεγγίζει στο μισοσκό- ταδο. Καθώς περνούσε κάτω απ’ το πλατάνι, η Νίνα έχωσε από δυο δάχτυλα στις άκρες των χειλιών και σφύριξε, στέλ- νοντας άλλο ένα κοπάδι πουλιά στον αέρα. Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι λες και τον είχαν γραπώσει απ’ τα μαλλιά τραβώντας τον έξω απ’ τον βυθό της πραγ- ματικότητάς του. Κάτω απ’ τα γυμνά κλαδιά το πρόσωπό του φάνηκε μαρμαρωμένο, προσωπείο ασβέστη. Ρίχνοντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=