Σήκω από πάνω μου

ΣΗΚΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ 11 «Τι του ’κανες πάλι, ρε;» ρώτησε ο Μιχάλης, γερμένος τώρα στην κάσα του μαγαζιού. Δεν του απάντησε, βαριόταν. Χασμουρήθηκε, τέντωσε τα πόδια μπροστά κι έγειρε την πλάτη στον κορμό του δέ- ντρου. Ο κλοιός του σούρουπου κατάπινε το τελευταίο φως της μέρας, πίσω από τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα οι λά- μπες είχαν αρχίσει να αποκαλύπτουν τη θαλπωρή αφανών δωματίων, γνωστών και άγνωστων ζωών. Πέρα από τον ξεχαρβαλωμένο σωλήνα της υδρορροής και τα λειψά κερα- μίδια του μπακάλικου ταράτσες και λοξές κεραίες και τρί- πατες οικοδομές γλίστραγαν στον γκρίζο ορίζοντα της Θεσ- σαλονίκης. ΟΜιχάλης έμεινε να μασουλά και να φτύνει σπόρια στα πόδια του, ώσπου ο κυρ Ανέστης ξεπρόβαλε απ’ την πόρτα και κάτι του γρύλισε. Το αγόρι μάζεψε με το πάσο του τα τσόφλια τσαπατσούλικα κι έπιασε να κουβαλά τα καφάσια πίσω στο μαγαζί. Λίγη ώρα μετά, πατέρας και γιος έσκασαν μύτη κουκουλωμένοι με τα πανωφόρια τους, ο κυρ Ανέστης όρθωσε τον σιδερένιο του γάντζο κι όσο έτριζαν οι πλερέζες στη νωθρότητα του απόβραδου ο Μιχάλης σήκωσε πάλι το κεφάλι προς το δέντρο. «Εδώ θα μείνεις εσύ;» Μα πάλι δεν του απάντησε. Κατά βάθος, της άρεσε να τον τσιγκλάει έτσι. Ήξερε τι ήθελε, δεκάξι χρονών μαντρά- χαλος, από αυτήν που ήταν μόλις δεκατριών, και δεν χόρ- ταινε να του δείχνει πως ποτέ, μα ποτέ δεν θα το ’παιρνε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=