Σήκω από πάνω μου

10 ΛΙΝΑ ΒΑΡΟΤΣΗ «Τι θες, ρε Μιχάλη, παράτα με». «Να μου πεις πού πας». «Και τι σε κόφτει εσέ…» Στη θέα του μεγάλου της αδερφού που έσκασε αναψο- κοκκινισμένος πίσω απ’ τα καφάσια, άφησε μια χαρωπή τσιρίδα και, δίχως άλλο, δρασκέλισε το καγκελάκι του πάρ- κου και γραπώθηκε από το πρώτο κλαδί που ’φτασε. «Κατέβα κάτω τώρα!» της είπε – η φωνή του βραχνή από το ξεραμένο του λαρύγγι. «Έλα εσύ πάνω». «Νίνα, αν σε πιάσω, θα φας πολύ ξύλο, λέμε». «Γιατί, κούκλος είσαι. Θα σε δει η Δάφνη και θα λιπο- θυμήσει» έκανε, και τα μάτια της στάθηκαν στο κατσαρό στεφάνι στο μέτωπό του και στο άνισο, κουτσουρεμένο κομμάτι που έμοιαζε λες και κάποιος του είχε κόψει μια τούφα με παιδικό ψαλίδι χαρτοκοπτικής. Το χάχανό της απλώθηκε στο τσουχτερό απόγευμα, έδωσε ώση στα σπουργίτια να πετάξουν μακριά, σαν γκρίζο σύννεφο που διαλύθηκε στον αέρα. Τα οστά στο κρανίο του τσιτώθηκαν προς τα έξω· η Νίνα φόρεσε στο πρόσωπό της μια γκριμάτσα ψευτοπροσμονής κι έπιασε να μετρά τα δευτερόλεπτα που χάνονταν στην απραξία. Ο Βίκτωρ έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπό του, το έτριψε και το ξανάτριψε μέχρι που μπλάβιασε και, δίχως να της ρίξει άλλη ματιά, άρχισε να ξεμακραίνει, ώσπου η φιγούρα του χάθηκε στο τέλος του δρόμου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=