Σήκω από πάνω μου

9 1 «Τρέχα, βλαμμένο, γιατί, αν σε πιάσω, τέλειωσες!» Οι στερνές συλλαβές κομματιάστηκαν, τ’ απολειφάδια τους σκορπίστηκαν στο σταυροδρόμι. Η Νίνα χαχάνισε · ο βόμβος του ανέμου παλλόταν πάνω απ’ τη φωνή της. Δια- κτινίστηκε στο φανάρι τη στιγμή που ο Γρηγόρης έδινε πά- σα στον Σταμάτη, αφήνοντάς τον να στέκεται σύξυλος στην άλλη πλευρά της διάβασης. Δίχως άλλο, κάλπαζε στην ανηφόρα, ωσότου το μπακάλικο του κυρ Ανέστη καθρεφτί- στηκε στη λακκούβα καταμεσής της ασφάλτου. Έκανε να πάρει τη στροφή, μα τράκαρε πάνω στο ισχνό σώμα του αγοριού που πετάχτηκε από το μαγαζί. «Πού πας, ρε διάολε;» Το κορίτσι πισωπάτησε, η μυρωδιά των ζαρζαβατικών, μαζί κι η απλυσιά κάμποσων ημερών που ξέφευγαν από το τρύπιο πουλόβερ του την ανακάτεψαν. Ο αέρας έπαψε να βουίζει, έμεινε να αιωρείται παγωμένος πάνω από το ιδρωμένο μέτωπό της. Έκανε δυο βήματα κι έγειρε να δει από τη γωνία, μα το παιδί μπήκε μπροστά της κι άνοιξε τα χέρια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=