Σήκω από πάνω μου

ΣΗΚΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ 19 ουρανοί άνοιξαν χαράδρες, ξέπλυναν αυλές κι ασφάλτους, τα γυάλισαν όλα. Κι ένα Σάββατο πρωί, ο ήλιος να έχει σκάσει σαν κροτίδα λούζοντας το σπίτι με φως, η Νίνα στρογγυλοκαθόταν στον καναπέ οκλαδόν και πάλευε να λύσει ένα σκανδιναβικό. Μισάνοιχτο το παράθυρο, το άρω- μα της μουριάς να κοντράρει τη μοσχοβολιά της κολοκυ- θόπιτας που ψηνόταν στην κουζίνα, κάτω από το συνωμο- τικό κουβεντολόι μάνας και θείας. Είχε δυο τρεις μέρες τώρα που η φωνή του Νόρμαν είχε χαθεί πάλι στις γωνιές. Λέξεις αβεβαιότητας, «μπούχτισε» και «νοσταλγία», χόρευαν στα χείλη των δύο γυναικών. Ντάβιντοφ τη χτύπησε στη μούρη. Γυαλιά ηλίου πριν ακόμη βγει απ’ το σπίτι. Μαλλιά λες κι είχε πέσει πάνω τους η πρωινή πάχνη, και το μισοάδειο πακέτο με τα κόκκινα Μάρλμπορο πατικωμένο στην κωλότσεπη. Η Λένια ήξερε · η Βέτα με τον Νόρμαν, όχι. «Βικτωράκο, είσαι μεγάλη ψωνάρα» είπε στον πρωτότο- κο αδερφό της ενόσω αυτός θρονιαζόταν στην απέναντι πολυθρόνα με τα γόνατα ανοιχτά. «Παράτα με, βλαμμένο». Της κράταγε χρωστούμενα. Του είχε σαμποτάρει το σκονάκι των αρχαίων –καρδούλες οι δασείες, προσωπάκια οι περισπωμένες–, κάνοντάς το μια δοκιμασία από μόνο του. «Θα βγεις έξω, αγόρι μου;» Η Βέτα, στο κατώφλι της κουζίνας, να σκουπίζει εναλλάξ παλάμες κι ανάστροφες στην ποδιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=