Σήκω από πάνω μου

18 ΛΙΝΑ ΒΑΡΟΤΣΗ λαγές. Ο Χρίστος μόνο είχε πάρει τα χρώματα των Αλευ- ράδων, αλλά το ανοιχτόχρωμο, ψαρωμένο βλέμμα του πατέρα του τον παρέτασσε στην ίδια γονιδιακή στρατιά με τους υπολοίπους. Λιγοστές οι υπόλοιπες κουβέντες στο τραπέζι. «Καλά πήγε η μέρα, Νόρμαν;» σιγανή η φωνή της Βέτας τώρα, λες και ντρεπόταν για την ερώτηση. Μετρημένα τα δικά του τα λόγια, «Καλά» είπε «τα ίδ-ι-α». Ανάμεσα στους βρυχηθμούς του μαινόμενου αέρα, βρισίδια και μουγκρητά και μια πόρ- τα που βρόντηξε, κάνοντας τη γειτονιά να σειστεί. Δευτε- ρόλεπτα μετά, λασπωμένα βήματα έξω από το τζάμι, να χάνονται στο τέλος του στενού. Η Βέτα έπιασε να μαζεύει τα πιάτα. «Έφερε η θεία Λένια καρυδόπιτα. Θέλετε;» Ο Νόρμαν έκανε μια αόριστη γκριμάτσα, το ίδιο θα μόρ- φαζε αν του είχαν προσφέρει ψητές πέτρες. Η Άντζελα αρ- νήθηκε, «παχαίνει» είπε και σηκώθηκε να βοηθήσει. «Χριστάκο» είπε η Βέτα «εσύ;» «Τρως ένα κομμάτι από μισό;» τη ρώτησε αυτός, ανέμε- λα δήθεν. Δήθεν. «Να το φας μόνος σου». Ο πρώτος ανοιξιάτικος ήλιος ξεμύτισε στα μέσα Μάρτη για να λιώσει τις λασπόμπαλες του χιονιού που κρατούσαν κα- ραούλι στα τοιχάκια των πεζοδρομίων. Δυο μέρες μετά οι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=