Σήκω από πάνω μου

ΣΗΚΩ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ 17 το πιθανότερο τελικά ήταν πως ο Βίκτωρ είχε έλθει κι απέλ- θει με τη γνωστή συμμορία του. «Χριστάκο, έλα αγόρι μου, τρώμε» φώναξε η Βέτα, αφή- νοντας το πυρέξ πάνω στο σουπλά. Καθώς η αφάνα από τις καστανές μπούκλες περνούσε από δίπλα της, ένιωσε τις λοξές ματιές να σκάνε πάνω της, μα ούτε μια δικιά της δεν του ’ριξε. Ο κόσμος να χαλούσε, δεν θα του μίλαγε του παλιοπροδότη. Ο βόμβος του ανεμιστήρα από τον φούρνο που κρύωνε. Βρισίδια και ουρλιαχτά από την παχιά μαυρίλα έξω από το παράθυρο. Ο επαναλαμβανόμενος γδούπος κάθε φορά που το πόδι της Νίνας προσέκρουε στη βάση του τραπεζιού. «Παλουκώσου να φας σαν άνθρωπος» ήρθε η φωνή της μάνας της από απέναντι. «Και μάζεψε τα μαλλιά απ’ τα μάτια σου, πώς τρως έτσι;» Η Νίνα παράτησε με δύναμη το πιρούνι της στο τρα- πέζι και πέρασε τα δάχτυλα στο παραπέτασμα που κρε- μόταν μπροστά στα μάτια της, ατσάκιστο και βαρύ. Της Βέτας πεσκέσι ήταν αυτή η αχυρένια ισιάδα, ασορτί με το μεσογειακό δέρμα, τα φουντουκί μάτια και τη μικρή σκούρα ελιά πάνω από τα χείλη της. Όλοι οι υπόλοιποι μόστραραν στριφογυριστές γιρλάντες για μαλλιά, μάτια σε όλες τις αποχρώσεις του ουρανού παντός καιρού και πορσελάνινη επιδερμίδα που ροδοκοκκίνιζε στο πρώτο ξεμύτισμα του ήλιου – ό,τι κουβάλαγε το σόι του Νόρμαν (από την αμερικάνικη πλευρά) σε λογιών λογιών παραλ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=