Σήκω από πάνω μου

16 ΛΙΝΑ ΒΑΡΟΤΣΗ λοστείλει, αλλά δεν βαριέσαι, άλλα την ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή. Άρχισε να λύνει τα κορδόνια της, έκανε να ρω- τήσει για τον Βίκτωρα, αλλά η αθέλητη ώθηση που της έδωσαν οι γάμπες του Νόρμαν, μαζί και το βλέμμα της μά- νας της κι οι λέξεις που στριφογύρισαν στα χείλη της μα δεν ξεμύτισαν παραέξω την έκοψαν πάλι. Κάτι σάλευε στο σπίτι τελευταία, κάτι που κατάπινε λόγια, έδενε τα λαρύγγια κόμπους κι έσβηνε ματιές στον αέρα. Λες κι είχε πέσει αιθαλομίχλη στα δωμάτια κι οι γονείς της έψαχναν ο ένας τον άλλον ψηλαφώντας στα τυφλά. Ξεψυχισμένες φράσεις σίγαζαν πίσω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, στους αφηρημένους μονο- λόγους του Νόρμαν και πάνω απ’ το καϊμάκι του ελλη- νικού που έψηνε τα πρωινά η θεία της η Λένια δίπλα. Δεν τσακώνονταν οι δικοί της, όχι όπως όλοι οι άλλοι στη γειτονιά. Δεν αλυχτούσαν, δεν καταριούνταν την ώρα και τη στιγμή. Οι διαφωνίες τους ήταν αποκολλή- σεις, κάτι έσπαγε μες στο σπίτι κι αυτοί έψαχναν να ενώ- σουν τα κομμάτια. Η μάνα της συλλάβισε άηχα μια φράση, την επανέλαβε με φωνή, «να φάμε», κι ο Νόρμαν κατένευσε με εσπευσμέ- νη προθυμία κι έπιασε ν’ αναδιπλώνει τα μανίκια του ως τους αγκώνες. Η Νίνα παράτησε τα παπούτσια στην άκρη του καναπέ και, καθώς κίνησε για το τραπέζι, πρόσεξε το κολονάτο ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι, θαμπό στο στόμιο, μ’ ένα δαχτυλάκι κόκα κόλα στον πάτο. Παρασκευή βράδυ,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=