Σε είδα

Σ Ε Ε Ι Δ Α 31 μια μικρή τριμελής οικογένεια, που καθόμασταν να φάμε το φαγητό μας στις έξι το απόγευμα. Μέσα από το παράθυρο –καλυμμένο με μια μόνιμη στρώση βρομιάς που δημιουργείται επειδή μένουμε σε πολυσύχναστο δρόμο– προσέχω ότι η Κέιτι έχει κάνει χώρο για το νεσεσέρ με τα σύνεργα του μανικιούρ ανάμεσα στα περιοδικά, τη στοίβα με τους λογαριασμούς, και μια λεκάνη μπουγάδας, που για κάποιο λόγο έχει διαλέξει το τραπέζι ως φυσικό περιβάλλον της. Πού και πού μαζεύω αυτό το χάλι ώστε να μπορούμε να φάμε την Κυριακή, αλλά σύντομα χαρτούρα και παρατημένες νάιλον σα- κούλες εμφανίζονται ξανά σιγά σιγά και αναγκαζόμαστε να τρώμε πάλι με το πιάτο στην αγκαλιά, μπροστά στην τηλεόραση. Ο Τζάστιν ανοίγει την πόρτα και θυμάμαι πώς ήταν όταν τα παιδιά ήταν μικρά και έτρεχαν να με χαιρετήσουν μόλις γύριζα σπίτι, σαν να έλειπα μήνες, κι όχι οκτώ ώρες γεμίζοντας ράφια στο Tesco. Όταν μεγάλωσαν, χτυπούσα τη διπλανή πόρτα, ευχα- ριστώντας τη Μελίσα που τα είχε φροντίσει μετά το σχολείο, κάτι για το οποίο τα παιδιά ισχυρίζονταν ότι ήταν πολύ μεγάλα, αλλά στην πραγματικότητα τους άρεσε πολύ. «Γεια» φωνάζω. Ο Σάιμον έρχεται από την κουζίνα με ένα ποτήρι κρασί. Μου το δίνει και με φιλάει στο στόμα, γλιστρώντας το χέρι του στη μέση μου για να με τραβήξει πιο κοντά. Του δίνω τη νάιλον σακούλα από το καφέ της Μελίσα. «Μας πήρανε τα μέλια». Η Κέιτι εμφανίζεται από το καθι- στικό, με τα δάχτυλα ανοιγμένα και τα χέρια στον αέρα. «Τι φαΐ έχει;» Ο Σάιμον με αφήνει και παίρνει τη σακούλα στην κουζίνα. «Λουκάνικα και πατάτες». Σουφρώνει τη μύτη και την προλαβαίνω πριν αρχίσει να γκρινιάζει για τις θερμίδες.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=