Σε είδα
Σ Ε Ε Ι Δ Α 29 περάσω. Το καμπανάκι πάνω από την πόρτα του καφέ κουδου- νίζει και ο Τζάστιν σηκώνει το βλέμμα. «Τι λέει, μαμά;» «Γεια σου, αγάπη μου». Κοιτάζω ολόγυρα να δω τη Μελίσα. «Μόνος σου είσαι;» «Είναι στο Κόβεν Γκάρντεν. Ο μάνατζερ αρρώστησε και με άφησε υπεύθυνο εδώ». Ο τόνος του είναι χαλαρός, έτσι προσπα- θώ να τον μιμηθώ αλλά νιώθω ένα κύμα περηφάνιας. Πάντα ήξε- ρα ότι ο Τζάστιν ήταν καλό παιδί· απλώς έπρεπε κάποιος να του δώσει μια ευκαιρία. «Αν μου δώσεις πέντε λεπτά» λέει, ξεπλένο- ντας το πανί του στον ανοξείδωτο νεροχύτη πίσω του, «θα έρθω σπίτι μαζί σου». «Έλεγα να πάρω φαγητό. Μάλλον όμως είναι κλειστές οι φριτέζες, ε;» «Μόλις τις έκλεισα. Μπορώ να σου φτιάξω μερικές πατάτες στο πι και φι. Και έχει και λουκάνικα που αν δεν φαγωθούν σήμερα πάνε για πέταμα. Δεν θα ’χει πρόβλημα η Μελίσα να τα πάρουμε σπίτι». «Θα τα πληρώσω» λέω, μη θέλοντας να παρασυρθεί ο Τζά- στιν με αυτή την προσωρινή θέση ευθύνης. «Δεν θα ’χει πρόβλημα». «Θα πληρώσω» λέω αποφασιστικά, βγάζοντας το πορτοφό- λι μου. Σηκώνω το βλέμμα στον μαυροπίνακα και υπολογίζω την τιμή για τέσσερα λουκάνικα και πατάτες. Έχει δίκιο ότι η Μελί- σα θα μας τα έδινε αν ήταν εδώ, αλλά δεν είναι, και σε αυτή την οικογένεια πληρώνουμε. Τα μαγαζιά και οι επιχειρήσεις αραιώνουν καθώς απομακρυ- νόμαστε από τον σταθμό, δίνοντας τη θέση τους σε πανομοιό-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=