Ρούμελη
Ρ Ο Υ Μ Ε Λ Η 17 κριά ποιμενική γκλίτσα, με την κατσιούλα της να ’ναι ένα σκα λιστό ξύλινο φίδι, ήταν ριγμένη στους ώμους του. Είχε ρίξει από πάνω της τα χέρια του, με κείνον τον τρόπο, όμοια σαν να πε τούσε και να ήταν σταυρωμένος, που ’χουν πολλοί βουνίσιοι να κρατούν την γκλίτσα και το όπλο. Ήταν Σαρακατσάνος. Κεφάλια γύρισαν κάτω από τις σκονισμένες ακακίες καθώς περνούσε, το πλατάγισμα των τραπουλόχαρτων και το κροτάλισμα από τα πού λια στο τάβλι έπαψαν για λίγο. Σηκώθηκα και τον ακολούθησα από κάποια απόσταση. Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν ανέκαθεν με δέος. Τους πρω τοείδα χρόνια πριν, όταν διέσχιζα πεζός τη Βουλγαρία με προο ρισμό την Κωνσταντινούπολη. Μερικές καλύβες όμοιες με κυψέλες ήταν σκορπισμένες στους χειμωνιάτικους λόφους που ’πεφταν προς τη Μαύρη Θάλασσα · στάνες από χαμόκλαδα σκαρ φάλωναν στις πράσινες πλαγιές και χιλιάδες μαλλιαρά μαύρα γίδια και πρόβατα βοσκούσαν στον βροχερό τόπο, με τα βαριά μπρούντζινα κουδούνια τους να γεμίζουν τον αέρα με κουδου νίσματα που οι πολλοί τους τόνοι ηχούσαν αρμονικοί. Εδώ κι εκεί, σαν μαύροι μονόλιθοι κάτω από τα κοράκια που πετούσαν γύρω, τσομπάνηδες έγερναν πάνω σε γκλίτσες μακριές σαν δόρατα, με το πρόσωπό τους σχεδόν ολότελα χαμένο μες στη βαθιά κουκούλα της κάπας τους από τραγόμαλλο, που είχε ψη λούς ώμους και έπεφτε ως χάμω – κι είχε ύφασμα τόσο τραχύ και κοκαλωμένο από τη βροχή, ώστε αυτός που τη φορούσε σχεδόν μπορούσε να βγει και να την αφήσει να στέκει εκεί, όμοια με σκοπιά. Ταξιδεύοντας στην ελληνική Μακεδονία την επόμενη χρονιά, τους είδα ξανά και ξανά, και μέχρι που έμει να μια νύχτα σε μια από κείνες τις καλύβες τους τις γεμάτες καπνό. Αργότερα τους συνάντησα πολλές φορές, παντού στη βόρεια Ελλάδα: στους κάμπους τον χειμώνα και στα βουνά το
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=