Ρούμελη

Π Α Τ Ρ Ι Κ Λ Η Φ Ε Ρ Μ Ο Ρ 20 στο Ικόνιο, την πατρίδα του Τζελαλεντίν * και μητρόπολη των μεβλεβήδων δερβίσηδων. Δεν έβλεπαν ποτέ τούτα τα τεράστια ταξίδια ως εκπατρισμό: μέχρι τον ξεριζωμό που συνέβη μετά το 1920, μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας ανήκε στον ελληνικό κό­ σμο · και ακόμα και πέρα από τα όριά της υπήρχαν αρχαίες ελλη­ νικές αποικίες. Έχοντας ιδρυθεί πριν από χιλιάδες χρόνια, αλλά με το κατοπινό κύμα των Σελτζούκων Τούρκων να τις περιορίζει σε σκορπισμένες νησίδες ελληνισμού, ακόμη επιβίωναν και ευη­ μερούσαν. Τα αόρατα σύνορα του νομαδισμού επικαλύπτονταν και μπλέκονταν μ’ εκείνα άλλων περιπλανώμενων ποιμένων, των Γιουρούκων. Τούτοι οι τσομπάνηδες της Ανατολίας, θεωρη­ τικά μουσουλμάνοι, βοσκούσαν τα κοπάδια τους στη μικρασια­ τική ενδοχώρα για αιώνες πριν από τον ερχομό των Σελτζούκων, και μέχρι που αποδημούσαν κι αυτοί με τη σειρά τους ως τη Μακεδονία. Διόλου παράξενο, λοιπόν, που η αύρα ενός μύθου τυλίγει τους Σαρακατσάνους. Ένα τέταρτο της ώρας αφότου τον είδα, καθόμουν σ’ ένα τραπέζι δίπλα σ’ αυτόν τον απομονωμένο νομάδα. Γύρω μας ήταν τα σιδεράδικα και οι σαγματοποιοί των περιχώρων · γέροι τεχνίτες έπιναν ήσυχα ναργιλέ μετά το πέρας της δουλειάς. Τον παρακολουθούσα να παραγγέλνει καφέ και να τον πίνει, κι ανα­ ρωτιόμουν πώς να του πιάσω την κουβέντα. Σύντομα, χτυπώντας τις ροζιάρικες χούφτες του, κάλεσε τον καφετζή κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ο καφετζής ήρθε φορτωμένος λογής λογής πράγματα, μ’ ένα αγόρι να οδηγεί το άλογο. Ο Σαρακατσάνος καβαλίκεψε κι έβαλε την γκλίτσα στα πόδια του, ο καφετζής τού έδωσε δύο λαμπάδες, πάνω από μισό μέτρο η μία, στολισμένες μ’ άσπρες ατλαζένιες κορδέλες και φιόγκους · κι έπειτα ακολούθησαν τα * Εννοεί τον Τζελαλεντίν Ρουμί. (Σ.τ.Μ.)

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=