Ρου

ΡΟΥ 17 και ξανάλεγε, ένα κατάστημα, ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, μερικά στρέμματα γης και δύο ηλικιωμένους γονείς, τους παππούδες μου, δεν τα λες και λίγα. Εγώ δεν τα βλέπω και πολλά… Η Ρ. κάθεται ακίνητη. Το βλέμμα της φεύγει από το πά- τωμα και ταξιδεύει στο ταβάνι. Ξαφνικά, μετά από μακριά σιωπή, με κοιτάει σαν να βρήκε τη λέξη που έψαχνε. Είναι τόσο μικρή. Τα πεθερικά, αυτή η σκέψη σαν μάσκα οξυγόνου σε κενό αέρος θα έπεσε στην Πελαγία την ώρα που ο παπάς πέρναγε τα στέφανα πάνω από το κεφάλι της. − Είμαι σίγουρη, σίγουρη πως αυτό σκεφτόταν η μάνα μου. Μου το έλεγε κάθε φορά που έβαζε λάδι στο καντηλάκι της Παναγίας, δίπλα στα στέφανα. Ναι, άναβε καντήλια. Και μας θυμιάτιζε. Και μας σταύρωνε. Και προσευχόταν. Δεν ξέρω τι ευχόταν. Ή μάλλον ξέρω. Πόσο θα ζήσουν; Αμαρτία, μάνα, και το βλέμμα της καρφώθηκε στην Πλατυτέρα και το Άγιο Δισκοπότηρο. Αμαρτία, Πελαγία… να εύχεσαι τον θάνατο για τη ζωή την ώρα που παντρεύεσαι. Σκάσε, γιαγιά… − Συγγνώμη. Ακόμη ακούω τη φωνή τους. Δεν θα ξεμπερ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=