Ρου

16 MAΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ με τα κενά. Να μην μπαίνουν οι λάσπες. Δεν μου άρεσε η ζωή της. Ήταν, πώς να το πω, κλειστοφοβική. Ξύπναγε αξη- μέρωτα και κοιμόταν με το πρώτο σκοτάδι. Μικρή όταν ήταν κουτρουβάλαγε στα ζώα με τον πατέρα της, μετά σπί- τι − γάμος από συνοικέσιο, εγκυμοσύνη, λάτρα. Στα δεκα- πέντε της ήταν ήδη η γυναίκα του Παντελή. Η μητέρα μου δεν έπιανε ποτέ χώρο. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Γίνεται κάπως. Ακόμα και όταν μίλαγε, όλα ήταν συνεχώς ψιθυρι- στά. Έπρεπε να φοβάται. Και κυρίως να παντρευτεί. Αυτά φυσικά τα αποφάσιζαν άλλοι. Ο παππούς μου, για παρά- δειγμα. Όταν ήρθε εκείνη ηώρα συμβουλεύτηκε έναν παπά, οικογενειακό φίλο, για το αν θα πρέπει να την παντρέψει. Έπρεπε. Και με ποιον. Κάποιον θα έβρισκαν. Μπροστά στη θάλασσα έδωσαν τα χέρια, σαν να πουλούσαν αγροτεμάχιο. Μια τίμια συναλλαγή. − Ο Παντελής ποιος είναι; − Ο πατέρας μου λέγεται Παντελής. Εκείνη Πελαγία, τυχαίο; Τώρα το σκέφτομαι. Ένας Παντελής είναι πάντα μια καλή λύση για τις Πελαγίες, τα πελαγωμένα ψάρια. Αυτός τι ανάγκη είχε, είχε το κομπόδεμά του −συνέχεια άκουγα αυτήν τη φράση− και με έπιανε κομπόδεμα στον λαιμό. Κάποτε ήταν ναυτικός, δέκα χρόνια στο σύνολο που μπάρκαρε, τον εντέκατο πάτησε και με τα δυο του πόδια στη στεριά και δεν ξαναέφυγε. Δεν μας την ξαναέκανε τη χάρη, εκεί τον είχαμε μπάστακα. Κάτσε και μέτρα, έλεγε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=