Ρου

14 MAΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ − Πώς βρέθηκες στην Αθήνα; − Πώς βρέθηκα, αλήθεια; Πέταξα. Ήμάλλον κολύμπησα. Γλίστρησασαν το χρυσόψαροπουπέφτει από τη γυάλα. Ακό- μη ακούω τον γδούπο από την πτώση. Από πού να αρχίσω; Όλα ένακουβάρι. Έρχονται κάθε βράδυ στον νουμου σκηνές, φωνές, ήχοι, χρώματα ανακατεμένα. Πώς ξετυλίγεται; − Δεν υπάρχει ένας τρόπος να το ξετυλίξουμε. Μπορού- με να ακολουθήσουμε αυτούς τους ήχους και τις φωνές. − Να τα πω έτσι όπως μου έρχονται; Θα βγάλετε άκρη; Τι ερευνάτε ακριβώς; ΗΡούλα κοιτάει με αγωνία το ρολόι απέναντι στον τοίχο. – Να φύγεις γρήγορα από εδώ. Να μαζέψεις τα πράγματά σου, να μην είσαι εδώ όταν έρθει ο πατέρας σου, κακομοίρα μου. Πώς τα κατάφερες έτσι, μωρή Ρούλα; Το σπίτι τακτοποιημένο, δεν προδίδει την εσωτερική ανα- στάτωση. Δύο ποτήρια με λίγο καφέ στον πάτο, αφημένα στον μεγάλο μαρμάρινο νεροχύτη, έχουν ξεραθεί σαν το στόμα της Πελαγίας. Μιλάει, φωνάζει, κλαίει, μια χιονισμέ- νη εικόνα σε τηλεόραση χωρίς ήχο, ένα κακάδι στην άκρη του στόματος, ξεραμένο και αυτό. Βοή. Πριν τον σεισμό, ο ήχος. Γιατί;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=