Ρου

22 MAΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Δεν είμαι λίγο μικρή; Ένα γεμάτο ποτήρι νερό ζήτησε ο Γιώργος, με το συκαλάκι στο πιάτο ανέγγιχτο, για να λύσει τον κόμπο στον λαιμό του, δεν καταπίνεται με τίποτα η θυσία. Η Ρ. δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μια μάνα ήταν τόσο σκληρή. Γιατί βιαζόταν τόσο να ξεφορτωθεί την κόρη της; Θα έληγε το προϊόν − το γάλα που έφερναν από τις κατσίκες το έπινε μέχρι να σκά- σει για να μην αναγκαστεί να το βράσει ή να το χύσει. − Ουφ, βαρέθηκα… Τι άλλα; Εν τάχει, δεν ξέρω εάν έχει με- γάλησημασίασε σχέσημε αυτόπουσυνέβησε μένα, οι άλλοι παππούδες, οι Δεδιώτες, ήταν μετρημένοι άνθρωποι και δεν ενοχλούσαν. Κρύοι όμως. Τους θυμάμαι λίγο, γιατί πέθαναν σχετικά νωρίς, και απορώ και με τον πατέρα μου, που του κράτησε τοπένθος πολλά χρόνια, αυτοί ήταν νεκροί και πριν πεθάνουν. Έχετε παρατηρήσει πόσο μοιάζουν τα ζευγάρια όταν γερνούν; Η δικιά μου γιαγιά όσο γερνούσε γινόταν σαν άνδρας και ο παππούς ίδιος γυναίκα. Είχε πολλή πλάκα αυ- τήημετάλλαξη, σαν να έρχονται όλα στην αρχική τους θέση. Γι’ αυτό εγώ αγαπούσα τους παππούδες πιο πολύ. Ιδίως της μαμάς μου. Ηγιαγιά μου με τσιμπούσε με τα χοντρόχερά της μέχρι που μελάνιαζα, ήμουν ανυπότακτη για εκείνη, δεν με συμπαθούσε. Κιτρίνιζε το βλέμμα της. Οπαππούς ο Γιώργος καθόταν στη γωνιά του, σκάλιζε το ξύλο με τις ώρες, μου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=