Ρου

ΡΟΥ 21 Ηπρώτηφορά που την αντίκρισε συνοδεύτηκε από έναν ήχο στα αυτιά της. Το κορίτσι με τη σκούπα ήταν το βαλς του Shostakovich παιγμένο σε λαϊκή αγορά. Το πένθιμο της χαράς του Μεγάλου Σαββάτου λίγο πριν την Ανάσταση με- τουσιωνόταν σε αυτό το παράξενο πλάσμα που καθάριζε τρίχες. Ο χώρος καθαγιαζόταν, αρκεί να έσκυβες να την προσέξεις σε προθήκη με βαλσαμωμένες πεταλούδες. Από τότε άρχισε να την παρατηρεί, σαν εφηβικό παιχνί- δι − έμπαινε και έβγαινε από το παραβάν της, χωρίς να ακούς μία περιττή κουβέντα, χωρίς να νιώθεις ότι έχει ανάγκη να σε γνωρίσει και να γνωριστεί. Χαμογελούσε όταν έπρεπε, έσκυβε το κεφάλι όταν έπρεπε, αποσυρόταν πάντα. Παγω- μένη και θερμή, την πρόδιδε το λακκάκι στο αριστερό της μάγουλο και το λοξό, χαμηλό της βλέμμα. Για τη Βέρα ήταν οι άνθρωποι οι χάρτες, όλες οι επιστημονικές της εργασίες. − Τώρα που το σκέφτομαι, ο παππούς πρέπει να είχε αντιρρήσεις για τον γάμο της μάνας μου. Ρε γυναίκα, δεν είναι λίγο μικρή; της έλεγε. Τι σημασία έχει που ασχολούμαι; Αυτά θέλετε να πω; Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ, γιατί τα λέω, ζουν μέσα στο κεφάλι μου, ακούω τις φωνές τους, έχωφύγει και δεν έχω φύγει, ζω εκεί, ψάχνω κάτι. Τι θέλετε να σας πω;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=