Ρου

20 MAΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ μεθύσι και στα δαχτυλίδια του καπνού, έβλεπε η μάνα μου μέσα στο μαύρο βλέμμα του το λεπίδι. − Πώς τα ξέρεις εσύ; Νάνι, νάνι, το παιδί μου κάνει… Η Βέρα δεχόταν τη Ρούλα στο γραφείο της. Την είχε γνωρί- σει κατά τύχη τους τελευταίους μήνες στο κομμωτήριο που εργαζόταν. Μια ξαφνική νεροποντή την έφερε στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας της Βέρας. Μια ομπρέλα που είχε ξεχαστεί στο κομμωτήριο. Μόλις η Ρούλα μπήκε στο γρα- φείο κάθισε από αμηχανία και δεν έφευγε. Σαν ο νόμος της βαρύτητας να την τραβούσε κάτω. Και η Βέρα, βλέποντας το ελαφρύ κορίτσι του διπλανού κομμωτηρίου να γίνεται βαρύ, ένιωσε μέσα της κάτι να καίει και να σκάει. Ένα παλιό αρνητικό φωτογραφίας από την εφηβική της ζωή, εκτεθει- μένο στον ήλιο πρόωρα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, η σπίθα συνδέθηκε με την παλιά έρευνά της. «Οφόβος της θηλυκό- τητας και η σεξουαλικότητα», κάπως έτσι. Τόσα χρόνια, άλλωστε, που έχουν περάσει… − Να ζητήσωαπό τηΜαίρη να έρχεσαι εδώ τα μεσημέρια; Μπορείς και εσύ να της το πεις, αν θέλεις. Η Ρούλα σαν παιδάκι σε λούνα παρκ, με απλανές βλέμ- μα καθηλωμένο στους χιλιάδες τίτλους βιβλίων, ψελλίζει ένα ξέπνοα παθιασμένο… ναι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=