Ρου

ΡΟΥ 19 μάνας μου μάνα; Νταρντανογυναίκα η γιαγιά, ορεινή, άνοι- γε φύλλο πριν την αυγή. Ο Θεός να σε φυλάει από αυτή. Καθάριζε τον πάγκο, έριχνε το αλεύρι, το νερό, τα αυγά, τα ζύμωνε σαν να πίεζε κεφάλια ναυαγών στον βυθό. Σήκωνε τα μανίκια και άφηνε τη βέρα από τον χοντρό, κοτσιασμένο παράμεσο στην άκρη του μαρμάρινου νεροχύτη. Σαν να τη βλέπω. Έριχνε χωρίς δεύτερη σκέψη, με φόρα, το μείγμα στον πάγκο και έπαιρνε τον μεγάλο πλάστη και άνοιγε το φύλλο. Αναστέναζε. Ήξερε η γιαγιά όμως. Διότι ο Παντελής την έπλασε, έτσι, Παντελάκο μου; Ζεστά σαν ναρκωτικό στις φλέβες κυλούσε μέσα στο μυαλό της μάνας μου. Μαθημέ- νος στη σιωπή της θάλασσας έπνιγε τηφουρτούνα του − δεν σήκωνε αντιρρήσεις, φούσκωνε μέσα του από αναταραχή. Σαν το καράβι που δένει μετά από τρικυμία, ο Παντελής έστεκε ανακατεμένος στη νηνεμία του. Αναρωτιέμαι πλέον, εκείνα τα βράδια η μάνα μου πού ήταν; Μαζί με τις φωνές με βασανίζουν ερωτήσεις. Ξεπηδούν από μέσα μου χωρίς σταματημό. Και απάντηση δεν έχω. Η μάνα μου πού ήταν τα βράδια; Πού ήταν, κυρία Βέρα; Τα βράδια στους εφιάλτες του εκείνη ψηλάφιζε τη ρωγμή, έβαζε τα δάχτυλά της στις σανίδες του ξύλου που έσκαγαν με κίνδυνο να πέσει. Και νόμιζε ότι έτσι τον κρατούσε. Διότι ο πατέρας μου δεν ήταν μαζί μας. Και η μάνα μου το ήξερε. Εκεί στο βάθος της θά- λασσας, στα δέκα χρόνια που έλειπε μακριά της, στις αφη- γήσεις της νύχτας με φίλους που δεν ξέραμε, ανάμεσα στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=