Ρ Ω Τ Α Τ Η Σ Κ Ο Ν Η 23 μου είχε εξηγήσει, και μου είπε ότι έπρεπε να πλη- ρώσω. Το ποσό διογκωνόταν σαν το δημόσιο χρέος της χώρας, έπρεπε ή να πληρώσω ή να φύγω, να ξεπληρώσω μέχρι και το τελευταίο σεντ – πέντε εβδομάδες απλήρωτες, είκοσι δολάρια, και αν δεν το έκανα δεν θα μου έδινε πίσω το μπαούλο με τα πράγματά μου, μόνο που εγώ δεν είχα ούτε μπαού- λο ούτε πράγματα, είχα μονάχα μια βαλίτσα κι εκεί- νη από χαρτόνι και χωρίς ιμάντα, γιατί τον ιμάντα τον είχα περάσει σαν ζώνη γύρω από τη μέση μου για να μη μου πέφτει το παντελόνι, και ανάθεμα τι να έπεφτε, αφού το παντελόνι μου είχε κυριολεκτι- κά λιώσει. «Μόλις έλαβα γράμμα από τον ατζέντη μου» της είπα. «Τον ατζέντη μου στη Νέα Υόρκη. Μου είπε ότι πούλησε άλλο ένα κείμενό μου, δεν μου γράφει σε ποιον εκδότη, αλλά λέει πως το πού- λησε. Γι’ αυτό μην ανησυχείτε, κυρία Χάργκρεϊβς, μην αγχώνεστε, θα έχω λάβει τα χρήματα σε κάνα δυο μέρες». Όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε να πιστέψει έναν ψεύτη σαν εμένα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς ψέμα, ήταν μια ευχή, όχι ένα ψέμα, και ίσως να μην ήταν ούτε καν ευχή, ίσως να ήταν γεγονός, και ο μόνος τρόπος για να το ανακαλύψω ήταν να έχω τον νου μου στον ταχυδρόμο, καθημε- ρινά, να ελέγχω την αλληλογραφία κάθε φορά που την άφηνε στο τραπεζάκι κοντά στην είσοδο, να τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=