J O H N F A N T E 22 πησα τόσο πολύ, εσένα, θλιμμένο λουλούδι της ερή- μου, εσένα, πόλη όμορφη. Μέρες πέρασαν και μέρες ήρθαν, και η βιβλιοθή- κη με όλους τους μεγάλους στα ράφια εκεί, τον γε- ρο-Ντράιζερ, τον γερο-Μένκεν, όλους τους περίφη- μους εκεί μέσα, και πήγα να τους επισκεφθώ, Γεια σου, Ντράιζερ, Γεια χαρά, Μένκεν, Γεια σας, Τι χαμπάρια: υπάρχει μια θέση και για μένα, και αρχί- ζει από Μ, στο ράφι του Μ, Αρτούρο Μπαντίνι, κά- ντε στην άκρη να εισέλθει ο Αρτούρο Μπαντίνι, κάντε χώρο για να χωρέσει το βιβλίο του, και κάθισα στο τραπέζι και το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω το σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το βιβλίο μου, εκεί παραδίπλα στον Άρνολντ Μπένετ, σιγά τον Άρνολντ Μπένετ, εγώ όμως θα αναβάθμιζα το ράφι του Μ, εγώ ο γερο-Αρτούρο Μπαντίνι, ένας από τους φημισμένους, όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που πλησίασε μια κοπέλα, το άρωμά της απλώθηκε στο αναγνωστήριο του τομέα της πεζογραφίας, ο ήχος των τακουνιών της διέλυσε τη μονοτονία της δόξας μου. Μέρα χλιδής, όνειρο χλιδής! Όμως η σπιτονοικοκυρά, η σπιτονοικοκυρά με τα άσπρα μαλλιά εξακολουθούσε να μου γράφει εκείνα τα σημειώματα: ήταν από το Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ, ο άντρας της είχε πεθάνει και ήταν πια ολομόναχη στον κόσμο και δεν εμπιστευόταν κανέ- ναν, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν, όπως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=