Ροβινσόνας Κρούσος

ΡΟΒΙΝΣΟΝΑΣ ΚΡΟΥΣΟΣ | 17 λάμπει από πάνω της, θεώρησα ότι το θέαμα ήταν το πιο ευχά- ριστο που είχα δει ποτέ. Είχα κοιμηθεί καλά τη νύχτα και τώρα δεν είχα πια ναυτία, αλλά αντίθετα ήμουν πολύ χαρούμενος και κοίταζα με θαυμα- σμό τη θάλασσα που τόσο άγρια και τρομερή ήταν την προη- γούμενη μέρα, αλλά τόσο ήρεμη και τόσο ευχάριστη μπορούσε να γίνει σε τόσο λίγο χρόνο μετά. Και τότε, για να μην υπάρξει συνέχεια στις καλές μου αποφάσεις, ο σύντροφός μου, αυτός που με είχε παρασύρει, έρχεται κοντά μου: «Λοιπόν, Μπομπ» μου λέει χτυπώντας με στον ώμο, «πώς τα πας; Σίγουρα δεν τρόμαξες χθες βράδυ που φυσούσε λίγος αέρας;» «Λίγο το λες αυτό;» είπα. « Ήταν τρομερή καταιγίδα». «Καταιγίδα, ανόητε;» με ρωτάει. «Καταιγίδα το λες αυτό; Αυτό δεν ήταν τίποτα. Δώσε μας ένα καλό πλοίο και χώρο για μανούβρες, κι ένα τέτοιο μπουρί- νι δεν μας λέει τίποτα. Όμως εσύ είσαι ένας ναυτικός του γλυκού νερού, Μπομπ. Έλα, ας φτιάξουμε ένα μπολ παντς και θα τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Βλέπεις τι ωραίο καιρό έχει τώρα;» Για να συντομεύσω αυτό το θλιβερό μέρος της ιστορίας μου, ακολου- θήσαμε τον δρόμο όλων των ναυτικών και φτιάχτηκε το παντς και με μισομέθυσε. Και μέσα σε αυτή τη νυχτερινή αχρειότητα έπνιξα όλη μου τη μεταμέλεια, όλες μου τις σκέψεις για τη συ- μπεριφορά μου στο παρελθόν, όλες μου τις αποφάσεις για το μέλλον. Με λίγα λόγια, όπως επανήλθε η θάλασσα στην ομαλή επιφάνεια και την ηρεμία μόλις υποχώρησε εκείνη η καταιγίδα, έτσι και, μόλις κόπασε η ορμή των σκέψεών μου, οι φόβοι και οι ανησυχίες μου ότι θα με καταπιεί η θάλασσα ξεχάστηκαν, το ρεύμα των προηγούμενων επιθυμιών μου επανήλθε και ξέχασα εντελώς τους όρκους και τις υποσχέσεις που έδωσα πάνω στην αγωνία μου. Αν και είχα κάποια διαστήματα περισυλλογής και οι σοβαρές σκέψεις προσπάθησαν, θα λέγαμε, να επανέλθουν μερικές φορές, εγώ τις αποτίναξα και απαλλάχτηκα από αυτές σαν από αδιαθεσία, κι αφού ρίχτηκα στο ποτό και την παρέα,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=