Ρίκο και Όσκαρ: Χριστουγεννιάτικη μαγεία

17 «Θα βγούμε βόλτα αργότερα» είπα. «Τώρα πάω για ψώ- νια με τον Όσκαρ στο Κάρσταντ, κι εκεί, όπως ξέρεις, δεν αφήνουν να μπεις». Ο Πόρσε κρέμασε τ’ αυτιά του κι άρχισε να κλαψουρί- ζει. Αν περνούσε το δικό του, όλη μέρα έξω θα ’ταν. Σαν να μην έφτανε αυτό, του αρέσει και το χιόνι. Όσο περισ- σότερο, τόσο καλύτερα. Πέφτει με τα μούτρα στο στρωμέ- νο χιόνι, το σκάβει με το μουσούδι του και χώνεται μέσα. Σαν τυφλοπόντικας. Τον έξυσα πίσω από το αυτί. Δεν τον λυπήθηκα όμως που έκλαιγε. Όταν κάτι δεν του αρέσει, ο Πόρσε κάνει το χειρότερο: γαβγίζει και ουρλιάζει σαν να τον σκοτώνουν. Κλάματα και φωνές χωρίς τελειωμό. Για παράδειγμα, αν τον αφήσεις δεμένο μόνο του έξω από κάποιο μαγαζί και περάσουν πέντε λεπτά και δε βγεις, χαλάει τον κόσμο. Κι όταν πια βγαίνεις, είναι πέρα για πέρα σίγουρο ότι κάποιος χαζός ή κάποια χαζή θα στέκεται δίπλα στο κακόμοιρο το παρατημένο ζωάκι και θα περιμένει να σου τα ψάλει επει- δή δείχνεις απάνθρωπη συμπεριφορά και δεν ξέρεις να φέρεσαι σωστά στα ζώα. «Το απόγευμα. Το απόγευμα θα πάμε βόλτα» υποσχέ- θηκα. Είχαμε ήδη βγει μια βόλτα το πρωί, τα κλαψουρί- σματά του λοιπόν δεν ήταν πραγματικός συναγερμός. «Μη γαβγίζεις λοιπόν, δεν πρόκειται να σε πάρω μαζί μου τώ- ρα! Ή μήπως θέλεις να βγεις στην ταράτσα;» Αυτή η ερώτηση δεν ήταν αληθινή. Η ταράτσα ήταν από μέρες φίσκα στο χιόνι. Ένα στενό διαδρομάκι μόνο πήγαι- νε ως την ταΐστρα των πουλιών και το περπατούσα κάθε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=