Ρίκο και Όσκαρ: Χριστουγεννιάτικη μαγεία

25 βες χαρτονένια κουτιά, άδειες βαλίτσες και σακίδια. Συν το ποδήλατο της μαμάς, μ’ ένα λάστιχο σκασμένο. Ο Σιμόν ήθελε να του αλλάξει σαμπρέλα από το φθινόπωρο, αλλά μέχρι τώρα δεν το ’χε κάνει. Ήταν ολοφάνερο πως ο Όσκαρ βιαζόταν ν’ ανέβει ξανά στο ισόγειο. Όλο κοίταζε γύρω του, κυρίως προς το μέρος της δικής του αποθήκης, όπου μπροστά στα ράφια της ήταν κρεμασμένη μια τσαλακωμένη, παλιά κόκκινη κουβέρτα. Το χρώμα της θύμιζε σκουριά. Ή αίμα, ανάλογα με τον φωτισμό. Ο Όσκαρ την κοίταζε με φόβο, λες και περίμενε πως κάτι θα ξεφύτρωνε ξαφνικά από πίσω. Και ξαφνικά φοβήθηκα κι εγώ, και τσακ, ένα λεπτάκι αργότερα ήμασταν ξανά στην κουζίνα του και πίναμε ζεστή σοκολάτα. «Για έλα να σου δώσω ένα φιλί για τιμωρία» άκουσα τη φωνή της μαμάς μέσα στη θύμησή μου. Πήγα κοντά της κι εκείνη μου ’δωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μου ανακά- τεψε τα μαλλιά. «Φέτος θα πάρουμε μικρά δωράκια» είπε. «Μην περιμένεις τίποτα τεράστιο. Πρέπει να κάνουμε οι- κονομία». Κάτι σφίχτηκε ξανά στο στομάχι μου και κύλησε σαν κρύο μπαλάκι προς την κοιλιά μου, κάτι σαν πανικός χρι- στουγεννιάτικος ίσως. «Μα… η μπουτίκ πάει καλά… Έτσι δεν είναι;» ρώτησα και τραβήχτηκα από την αγκαλιά της για να τη βλέπω. «Έτσι δεν είπες; Ότι η αγορά τα Χριστού- γεννα…» «Καλά πάνε όλα. Τόσο, που σκεφτόμαστε να προσλά- βουμε και βοηθό, όχι για πλήρη απασχόληση, ίσως τις μισές μέρες της εβδομάδας. Αλλά αυτό δε θα πει πως γί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=