Ρίκο και Όσκαρ: Χριστουγεννιάτικη μαγεία

20 τη νερόμπαλα. Και τώρα έλαμπε ολόκληρη, λες κι είχε βρει Το Δώρο του Αιώνα. Μπορεί και να ’ταν. Δεν κατάλα- βα. Ζάρωσα τα φρύδια. «Τι είναι;» «Τιράντες». «Για τον Μόμσεν είναι;» Ο Μόμσεν φορούσε τιράντες. Όχι πάντα. Όταν τις ξε- χνούσε κι έσκυβε στην αυλή πάνω από τους κάδους των σκουπιδιών, το παντελόνι του ’πεφτε και φαινόταν ο πισι- νός του γυμνός ως τη μέση. Φαινόταν η σχισμή, δηλαδή. Καθόλου ωραίο. Η κυρία Ντάλινγκ του ’χε πει μια φορά ότι αν τον έπιανε ξανά έτσι μισόγυμνο θα του ’ριχνε στη σχισμή ένα ευρώ. Η μαμά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Για τον Σιμόν είναι». «Φοράει τιράντες ο Σιμόν; Από πότε;» Ο Σιμόν είναι τώρα μπαμπάς μου, αλλά δεν τον λέω μπαμπά. Σιμόν τον λέω, όπως κι η μαμά. Εκτός απ’ όταν είμαι τσαντισμένος μαζί του, οπότε τον λέω ο τύπος που πα- ντρεύτηκε τη μαμά μου. «Δεν του χρειάζονται τιράντες» είπε η μαμά. «Αλλά όταν τις είδα μου φάνηκαν πολύ αστείες. Για κοίτα τες». Κοίταξα καλύτερα και ξαφνικά ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Οι λαστιχένιες φαρδιές κορδέλες που έχουν οι τιράντες μπρος και πίσω για να τεντώνουν ήταν γεμάτες μικρές εικόνες, μικρές χειροπέδες και μικρά πιστόλια ανα- κατεμένα. Κάτι τέτοιο ονειρευόμουν κι εγώ για τα Χρι- στούγεννα: πάνω πάνω στον κατάλογο με τα δώρα που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=