Postmortem
P O S T M O R T E M 11 Λούσι, η δεκάχρονη ανιψιά μου. Ακόμα μια μέρα από τη ζωή αυτού του παιδιού που θα έχανα. Την είχα παραλάβει από το αεροδρόμιο Τετάρτη βράδυ. Από τότε είχαμε φάει ελάχιστες φορές μαζί. Η κίνηση ήταν μειωμένη μέχρι που βρέθηκα στην Πάρκγουεϊ. Λίγα λεπτά αργότερα έτρεχα παράλληλα με τον ποταμό Τζέιμς. Τα πίσω φανάρια των αυτοκινήτων που προηγούνταν σε από σταση έμοιαζαν με ρουμπίνια, ο ορίζοντας της πόλης φάνταζε απόκοσμος στον κεντρικό καθρέφτη. Σκοτεινές πεδιάδες άνοι γαν σαν βεντάλια δεξιά κι αριστερά μου, με λεπτεπίλεπτα κολιέ θαμπού φωτός στις άκρες. Κάπου εκεί έξω υπάρχει ένας άνθρω πος, σκέφτηκα. Μπορεί να ’ναι οποιοσδήποτε. Βαδίζει στητός, κοιμάται με μια στέγη πάνω από το κεφάλι του και έχει τον συνηθισμένο αριθμό δαχτύλων σε πόδια και χέρια. Είναι μάλλον λευκός και αριθμεί πολύ λιγότερα χρόνια ζωής από τα δικά μου σαράντα χρόνια. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και μάλλον δεν οδηγεί Μπε Εμ Βε, δεν συχνάζει στα μπαρ του Σλιπ, ούτε στα καλά καταστήματα ρούχων της Μέιν Στριτ. Από την άλλη όμως, θα μπορούσε. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε και ήταν κανένας. Ο κύριος Κανένας. Ο άνθρωπος που μπαίνεις μαζί του στο ασανσέρ και μετά από είκοσι ορό φους εκεί μέσα μαζί του δεν έχεις συγκρατήσει τη φάτσα του. Είχε γίνει ο αυτόκλητος σκοτεινός άρχων της πόλης, μια εμ μονή χιλιάδων ανθρώπων που ποτέ δεν είχε δει. Η δική μου εμμονή. Ο κύριος Κανένας. Οι φόνοι άρχισαν πριν από δύο μήνες, επομένως ενδέχεται να βγήκε πρόσφατα από τη φυλακή ή το ψυχιατρείο. Αυτό πιθανο λογούσαν την περασμένη εβδομάδα, οι θεωρίες όμως άλλαζαν διαρκώς. Η δική μου θεωρία ήταν η ίδια από την αρχή. Εμένα κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν καιρό στην πόλη, ότι αυτό ήταν κάτι που το είχε ξανακάνει και κάπου αλλού και δεν είχε περάσει ούτε μέρα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=