Ο ψεύτης παππούς

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΑΠΠΟΥΣ | 13 φαινόταν, γιατί επάνω του ήταν απλωμένο ένα πορτοκαλί ύφασμα με μπλε ρίγες, και καθόσουν αναπαυτικά, επειδή μπορούσες ν’ ακουμπάς στα μεγάλα μαξιλάρια, ένα μπλε κι ένα πορτοκαλί. Η τηλεόραση ήταν στην άκρη, πάνω σ’ ένα μικρό σκα­ μνάκι, κι υπήρχαν ακόμα τρεις καρέκλες σαν κι αυτές που έχουν συνήθως στα καφενεία. Εκεί δε­ χόταν τους μαθητές του. Το άλλο δωμάτιο, που η Λάρα δεν ήξερε πώς να το πει και το έλεγε το «άλλο δωμάτιο», είχε ένα στενό κρεβάτι, μια μικρή ξύλινη ντουλάπα, κι όπου υπήρχε χώρος στον τοίχο υπήρχαν από πάνω ως κάτω ράφια με βιβλία. Το παράθυρο που έβλεπε στην Ακρόπολη είχε ένα μεγάλο περβάζι από τη μέσα μεριά κι εκεί ακουμπούσε κι έγραφε ο παπ­ πούς όταν ήθελε να γράψει κάτι. Άνοιγε μια πολυ­ θρόνα απ’ αυτές που ανοιγοκλείνουν, με το ύφασμα στην πλάτη και στο κάθισμα, καθόταν, και μια έγρα­ φε μια κοίταζε την Ακρόπολη. «Ποιος τρελός αφήνει τέτοιο σπίτι για να πάει να ζήσει στους Αμπελοκήπους;» θα σκεφτόταν σίγου­ ρα ο παππούς. Ο Αντώνης υποπτευόταν πως είχε κι έναν άλλο λόγο να μη θέλει να μείνει κοντά τους. Τώρα είχε ελεύθερα όλα του τα Σαββατοκύριακα κι ούτε πα­ τούσε στο σπίτι τους αυτές τις δύο μέρες. Αν έμενε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=