Ο ψεύτης παππούς

AΛKH ZEH 12 | στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ψηλά, προς το τέρμα της. Ο παππούς έμενε μακριά, σχεδόν κάτω από την Ακρόπολη, στο Θησείο. – Ν’ αφήσω το σπίτι μου! Δεν είμαστε καλά. Ο μπαμπάς προσπάθησε να τον πείσει πως όχι μόνο δε θα έκανε τόσο δρόμο κάθε μέρα να ’ρχεται για τον Αντώνη, αλλά αν κάτι πάθαινε, έστω και μια γρίπη, θα μπορούσαν εύκολα να τον φροντίζουν. – Δεν είμαι ακόμη για γηροκομείο, είπε ο παπ­ πούς. Και γρίπη να πάθω, γιατρεύομαι μόνος μου. Καλά, το ξέρω, σε λίγο θα κλείσω τα ογδόντα. Ε, και; Ο παππούς έμενε σ’ ένα παλιό τριώροφο σπίτι χωρίς ασανσέρ. Το διαμέρισμά του ήταν πολύ μικρό, στον τρίτο όροφο, κι ο ίδιος έλεγε πως του έκανε καλό ν’ ανεβοκατεβαίνει με τα πόδια. Δύο δωμάτια είχε όλα κι όλα και μία κουζίνα τόσο μικρή, που το ψυγείο το ’χε στο διαδρομάκι, έτσι που μόλις μπορού­ σες να περάσεις. Από το ένα παράθυρο όμως έβλεπες την Ακρόπολη και από το άλλο το Αστεροσκοπείο. Η αλήθεια είναι πως είχε κάτι μαγικό εκείνο το σπίτι. Πρώτα πρώτα όλοι οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με φωτογραφίες και αφίσες, φωτογραφίες του παπ­ πού από ρόλους που είχε παίξει στο θέατρο, μα κι από άλλους ηθοποιούς, Έλληνες και ξένους. Στο ένα δωμάτιο, «το σαλόνι» που έλεγε η Λάρα, είχε έναν καναπέ που μπορεί να ήταν παλιός μα δε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=