Ο ψεύτης παππούς
Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΑΠΠΟΥΣ | 9 σαν να μπουν μέσα να δουν τον υπουργό. Οι πόρτες όμως κλειστές, η αστυνομία να τις φρουρεί. Τα παι διά άρχισαν να σπρώχνουν τους αστυνομικούς, έσπρωχνε κι ο παππούς · οι αστυνομικοί όμως έβγα λαν τα κλομπς. Έφαγε λοιπόν μια ξώφαλτση και τον πήραν τα αίματα. «Ντροπή!» φώναζαν οι φοιτητές. Μια κοπέλα τον τράβηξε από το χέρι, ενώ οι άλλοι τους έκαναν χώρο να περάσουν. Τον πήγε σ’ ένα φαρμακείο και όσο ο φαρμακοποιός περιποιόταν το τραύμα του η κοπέλα τον ρώτησε: – Τι γύρευες εσύ, παππού, με τους φοιτητές; – Να δώσω ένα χεράκι, είπε ο παππούς, και η κοπέλα τον φίλησε στο μάγουλο. Το βράδυ είδαν στις ειδήσεις και την πορεία και τους φοιτητές και την αστυνομία με τα κλομπς και τα δακρυγόνα. Ούτε παππούς όμως, ούτε κοπέλα, ούτε φιλί στο μάγουλο. – Ε, δεν τα παίρνει κι όλα ο φακός, μουρμούρισε ο ψεύτης παππούς. Επιτέλους χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές. Η ώρα είχε φτάσει κιόλας έξι παρά πέντε. Ο Αντώνης πή γαινε σε ολοήμερο σχολείο και σχολούσε στις τέσ σερις και μισή. Από τις πέντε παρά τέταρτο ήταν στο σπίτι. Είχε το κλειδί, άνοιγε κι έμπαινε μέσα. Η
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=