Ο ψεύτης παππούς

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΑΠΠΟΥΣ | 15 Μια Κυριακή που η μαμά έλειπε πάλι στις ανα­ σκαφές της, ο παππούς τον πήρε από το πρωί στο σπίτι του και τον κράτησε ως αργά το από­ γευμα, γιατί ήθελε να τον γνωρίσει στους μαθητές του. Απορούσε ο Αντώνης πώς χώρεσαν όλοι στο δωματιάκι του παππού. Ήταν τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια. Άλλοι κάθονταν στις καρέκλες, άλλοι στον καναπέ και οι υπόλοιποι χάμω, σε μαξιλάρια. Ο Αντώνης στεκόταν όρθιος, κολλητά στην πόρτα. Όλοι οι μαθητές φώναζαν τον παπ­ πού δάσκαλο. «Μάλιστα, δάσκαλε», «Όπως θέλετε, δάσκαλε». Τους μιλούσε και εκείνοι τον άκουγαν ασάλευτοι. Στην τάξη του Αντώνη ποτέ δεν πρόσεχαν τόσο πολύ τι τους έλεγε ο δάσκαλός τους, παρόλο που ήταν αληθινός δάσκαλος κι όχι ηθοποιός που παίζει καλά τον ρόλο του. Λες όμως κι ο παππούς να ήταν αληθινός δά­ σκαλος, μια και μάθαινε τόσα στους μαθητές του; Και τι δεν τους είπε! Ιστορίες που είχε ζήσει –αλή­ θεια, ψέματα; Κανείς δεν ξέρει– κι ύστερα τους μίλησε για το θέατρο και για τις θυσίες που έπρε­ πε να κάνουν αν ήθελαν να αφοσιωθούν σ’ αυτό. Γιατί μπορεί στη σκηνή να έπαιζαν τους πρίγκιπες και τους βασιλιάδες, στη ζωή όμως θα περνούσαν δύσκολα. Εκτός αν ήθελαν να γίνουν σταρ στην

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=