Ψεύτικοι δίδυμοι

ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΔΙΔΥΜΟΙ 11 μοιραζότανε την ίδια αυλή με το σπίτι του Νίκου, αφού οι γονείς του δούλευαν στα χωράφια της οικογένειας: ήταν οι σέμπροι τους, όπως τους έλεγε ο Έλληνας παππούς, κι αυτή τη λέξη την άκουσαν μόνο από κείνον, κανένας άλλος δεν την έλεγε, και οι δύο φίλοι συμφωνήσανε πως τέτοια λέξη δεν υπάρχει. Οι Βούλγαροι έμεναν στην παλιά απο- θήκη, με στέγη ελενίτ και τοίχους από τσιμεντόλιθο, περα- σμένους με άγριο σοβά · με πόρτα ωστόσο σιδερένια και παράθυρα με κάγκελα, σόμπα υγραερίου, λεκάνη για το χέσιμο και νεροχύτη από μωσαϊκό. Το σπίτι του Νίκου ήτα- νε δίπατο και φιγουράριζε φάτσα στον δρόμο: στο ισόγειο τα φτυάρια και οι κασμάδες, ο παππούς και οι φωτογραφί- ες με τα πέτρινα πρόσωπα, τα σακιά με τα πίτουρα και τα δοχεία με το λάδι· στον όροφο το πανωσήκωμα, θεόκλειστο και σκοτεινό. Η μάνα του σιχαινότανε τη σκόνη και τα χώ- ματα, και τους ανάγκαζε όλους ν’ αφήνουν τα παπούτσια τους στην είσοδο, ακόμα και τους ξένους, και μετά από λίγο δεν τους επισκεπτόταν πια κανείς, και οι χωριανοί ψιθύριζαν πως η Ελένη του Πετράκου είναι μουρλή. Ίσως να φταίγανε οι ιδιορρυθμίες της που ο Νικ προτιμούσε να περνάει τις μέρες του στην αποθήκη του Ιβάν, όπου την έβρισκε με τη Βουλγάρα γιαγιά. Εκείνη δεν έμοιαζε με τις άλλες, ήταν αδιάφορη και βλοσυρή, τους μιλούσε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν, κι ούτε τους πίεζε να φάνε, αλλά τους άφηνε να σκαρφαλώνουν στο τρακτέρ, μονίμως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=