Πρώτη μούρη

2 Η ώρα ήταν έξι το πρωί, και το τρελό ήταν πως ο Νίκολα δεν ένιωθε να τον πειράζει. Ο Τζορτζ Σάμουελ, το αφεντικό του, είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να χαμογελάει που έκανε όλο το πρό­ σωπό του να ζαρώνει γύρω από τα μάτια. Ο Νίκολα αναρωτή­ θηκε πώς θα έμοιαζε όταν θα χαμογελούσε πλατιά, που λέμε. «Καλημέρα, Νίκο. Ξέρεις τι θα κάνουμε σήμερα;» είπε εκεί­ νος όταν ο Νίκολα μπήκε στο στενό δωματιάκι που είχε για γραφείο. Ο Νίκολα φόρεσε τη ζώνη με τα εργαλεία. «Βέβαια. Σήμερα θα ξεκινήσουμε τη μεγαλύτερη δουλειά απ’ όλες. Δεν λες και τίποτ’ άλλο μια βδομάδα τώρα». Πήγαν κάτω στο βαν: Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις Τζορτζ Σά- μουελ έγραφε με καλλιγραφικά στοιχεία στα πλαϊνά του οχήμα­ τος. Η ζώνη με τα εργαλεία κροτάλιζε. Ο Νίκολα δεν είχε δική του ρόδα, γι’ αυτό συναντούσε πρώτα τον Τζορτζ και πήγαιναν παρέα στις δουλειές. Άρπαζαν την ευκαιρία για ωραίες συζητήσεις. Η μαμά του, η Λίντα, είχε κανονίσει αυτό το πρόγραμμα. Και τώρα ο Νίκολα δούλευε σαν τον οποιονδήποτε βαρετό Σουηδό: πέντε μέρες τη βδομάδα. Ξυπνούσε με την έναρξη της πρωινής ραδιοφωνικής εκπομπής, έτρωγε μεσημεριανό μετά τις δέκα και μισή και επέστρεφε στο σπίτι πριν ακόμη προλάβει να νυχτώσει τον χειμώνα * . Καμιά φορά έριχνε και μία ώρα υπνάκο πριν από * Στη Σουηδία τον χειμώνα σκοτεινιάζει κατά τις τρεις το μεσημέρι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=