Πρώτη μούρη

Π Ρ Ω Τ Η Μ Ο Υ Ρ Η 37 «Μπα, δεν νομίζω». Αυτά εδώ ήταν κουβέντες του ήδη φτιαγ­ μένου Σάμον – συνηθισμένα πράγματα. «Πιστεύω στη μοίρα. Και στο ντάχρι μου – στο καυλί μου». Ο Σάμον δεν γέλασε. «Πιστεύεις στον Θεό ή όχι;» «Σκατά, αδερφέ, δεν ξέρω». Ο Σάμον τράβηξε μια ρουφηξιά, έπειτα φίλησε τον βαρύ χρυ­ σό σταυρό του που κρεμόταν από μια ακόμα βαρύτερη αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του. «Εγώ πιστεύω». «Γιατί;» Τα μάτια του κολλητού είχαν μια γυαλάδα. «Διότι πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό εδώ». «Από ποιο δηλαδή;» «Αδερφάκι μου, δεν κλείνω μάτι τις νύχτες. Σηκώνομαι κάθε τέταρτο και κοιτάζω έξω, κρυμμένος πίσω από τις κουρτίνες. Αν ακούσω έναν ήχο πίσω μου εκεί που προχωρώ στον δρόμο, κάνω βουτιά στο έδαφος. Μόλις δω ένα άγνωστο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ, με πιάνει πόνος στο στομάχι. Θα πάθω έλκος, γαμώ την τύχη μου». «Είσαι όμως ελεύθερος. Δεν πρέπει να σηκώνεσαι στις πέντε, όπως εγώ καθημερινά». «Δεν ξέρω, ρε γαμώτο, ίσως και να μην είναι τόσο άσχημη η ζωή μου. Δύσκολο να σου εξηγήσω, αλλά μερικές φορές σκέφτο­ μαι ότι δεν αντέχω άλλο τα ζόρια, ότι κουράστηκα με τις μαλα­ κίες αυτές, να μην έχω καθόλου power, καμία εξουσία. Ξέρεις πόσοι σκοτώθηκαν εδώ τα τελευταία χρόνια; Ξέρεις πόσα αδέρ­ φια εξαφανίστηκαν; Κι αυτοί που αποφασίζουν δεν δίνουν μια, στα παπάρια τους όλα. Πουτάνες είναι όλοι τους, να ξέρεις. Πολύ θα ’θελα να κάνω κάτι άλλο κάποια στιγμή. Να πάω ένα ταξίδι, γαμώτο. Ή να δοκιμάσω κάποια μουσική, κάτι παρόμοιο. Με πιάνεις τι σου λέω;» «Μουσική;» Ο Νίκολα δεν αναγνώριζε τον φίλο του: Πολύ θα ’θελα να κάνω κάτι άλλο κάποια στιγμή – αυτό ακουγόταν σαν κάτι που θα έλεγε η μάνα του, όχι ο Σάμον.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=