Πρώτη μούρη

J E N S L A P I D U S 36 Τζορτζ Σάμουελ είχε συμφωνήσει να φύγει ο Νίκολα ήδη από τις δύο και μισή. Θα τα έλεγαν πάλι τη Δευτέρα, ως συνήθως. Ο Σάμον έβαλε μπροστά τον κινητήρα του αυτοκινήτου. «Άκουσες ότι η Άουντι ετοιμάζει ένα γαμάτο μοντέλο, το Q8;» «Yes, το διάβασα κάπου. Θα έχει V8 κινητήρα, λέει. Πώς και δεν σκέφτηκες όμως να καπαρώσεις το καινούργιο Λέξους, το LS;» Ο Σάμον τον κοίταξε καλά. «Πλάκα μού κάνεις τώρα, μεγάλε; Εγώ είμαι από το Σεντερτέλγιε. Οδηγώ μόνο γερμανικό». Ο Σάμον τα πήγαινε καλά, ήταν φανερό, και το αυτοκίνητο που είχε ήταν πάντα το πιο σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο. Έπειτα ερχόταν το ρολόι στο χέρι, μετά τα χρυσαφικά και ύστε­ ρα το πού πήγαινες για διακοπές. Το πώς και το πού ζούσες δεν ενδιέφεραν κανέναν. Ποτέ δεν είχαν συζητήσει από πού έβρισκε τα λεφτά του ο Σάμον, έστω κι αν ο Νίκολα ήξερε ότι πουλούσε παρασκευάσματα σε ασπρουλιάρικα πιτσιρίκια του κέντρου μέ­ σα στα –και καλά– τρελά ρέιβ κλαμπ τους. Δεν μιλούσες για τέτοια ούτε με τον καλύτερο φίλο σου, και ειδικά όταν εκείνος δεν ήταν μέρος της συγκεκριμένης Ζωής. Ο Νίκολα μπορεί να νοσταλγούσε καμιά φορά εκείνη τη Ζωή: πίσω σ’ αυτά που είχε. Πίσω στην ελευθερία. Την ανεξέλεγκτη. Πήγαν στο σπίτι του, είδαν μερικά επεισόδια του Narcos για δεύτερη φορά: λάτρευαν τη φάση που ο Εσκομπάρ επιθεωρούσε τις φάμπρικες κοκαΐνης στο Μεντελίν. Κατέβηκαν κάτω και αγόρασαν από ένα κεμπάπ. Ο Σάμον έβγαλε μερικά γραμμάρια χόρτο και τα βάλανε στον ναργιλέ του Νίκολα· αυτές τις στιγμές χαλάρωσης ο Νίκολα τις χρειαζόταν: από τότε που τραυματίστηκε στην έκρηξη, κάτι συνέβη μέσα του, αν και δεν μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Άρχιζαν να χαζογελούν κι αυτός κι ο Σάμον. Έβαλαν να ακού­ σουν μουσική. Έγειραν πίσω στον καναπέ και έπιασαν κουβέντα χαλαρή. Έπειτα από μερικές ώρες ο Σάμον σήκωσε το βλέμμα. «Νίκο, πιστεύεις στον Θεό;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=