Η πρώτη εμφάνιση

[ 19 ] το «πάχυνες» κι αν έδινα βάση στη συχνότητά της, θα έπρεπε τώρα να κολυμπώστα λίπη. Στην πραγματικότητα ζυγίζωογδό­ ντα ένα κιλά, μόλις δώδεκα παραπάνω απ’ όσα αναλογούν στο ύψος και στην κατασκευή μου. ΗΈλλη, που θα είχε κάθε λόγο ναπαραπονεθεί, δεν έδειξε να ενοχλείται. Απεναντίας, ξάπλωνε στο μαξιλαράκι μου και γουρ­ γούριζε. Αυτή της όμως η διαστροφή δεν εμπόδιζε εμένα, τον ψύχραιμο, ναπαρατηρώτους συνομηλίκους της και αναπόφευ­ κτα να κάνω τις συγκρίσεις μου. Από πού ξεφύτρωσαν, αλήθεια, όλοι ετούτοι οι Άριοι; Πού διάολο βρήκαν τις αρχαιοελληνικές τους κατατομές, τα λαξευτά κορμιά – μα, προς παρηγορίαν, και τα άδεια βλέμματα, τις κουμπότρυπες που τόσο με απωθούσαν; Με ποια μαγγανεία μάς πέρασαν δυο κεφάλια; Και για πόσον καιρό, αναρωτιόμουν με δέος, η γλυκιά μου Έλλη, που σε τίποτε δεν υστερεί από εκείνους, θα σφαλίζει τα βλέφαρα και θα κουρ­ νιάζει στομαξιλαράκι μου; Όχι, πρέπει να τοπαραδεχθώ. ΗΈλλη είναι δική τους, κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσίν τους. Κάποια μέρα θα έρθουν, θα χτυπήσουν την πόρτα και θα τη ζητήσουν. Κι εγώ, το πολύ πολύ εγώ να πάρω τηλέφωνο τον πατέρα της, τον συμ­ φοιτητή μου, τον κατά τέσσερις μήνες μικρότερο, να βγούμε το βράδυ, να μπούμε στο πρώτο μπαρ και να μεθύσουμε. Δεν είχα άλλη χαρά στη ζωή μου. Η δουλειά είχε πάψει από καιρό να με συγκινεί. Είχα βαρεθεί να βλέπω ταινίες, να γράφω για ταινίες. Ροκάνιζα τις ώρες στο γραφείο, περίμενα πώς και πώς να νυχτώσει, να φτάσει δέκα, να τρέξω και να παραλάβω την καλή μου από το φροντιστήριο. Κι εκεί, έξω από το φροντι­ στήριο, είδα χθες – μα είδα πράγματι; Δεν είδα κάτι οφθαλμο­ φανές, αδιάψευστο – φιλί, φερειπείν, άγγιγμα. Είδα ένα βλέμμα .

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=