Η πρώτη εμφάνιση

[ 20 ] Αυτό καθαυτό μάλιστα δεν διέφερε από τις συνηθισμένες κου­ μπότρυπες, δεν δήλωνε τίποτε αξιοδήλωτο, τουναντίον: συγκα­ ταβατικό, ουδέτερο, προσπάθησε να περάσει από τον έλεγχό μουαπαρατήρητο. Εγώόμως διέκριναμια ειρωνεία, μια έπαρση, την ξιπασιά εκείνου που σε εξαπατά κατ’εξακολούθησιν, δίχως εσύ να αντιλαμβάνεσαι το παραμικρό. Ίσως το βλέμμα να εμφα­ νιζόταν μπροστά μου τακτικά, βδομάδες ή και μήνες ακόμη, και αφηρημένος πάντα, απασχολημένος αλλού, το άφηνα να περνά ανενόχλητο. Μήπως κι εκείνο έψαχνε να με βρει, να συντονιστεί στο μήκος μου; Λαθραία κοίταξα τον κάτοχό του: συμμαθητής της Έλλης, δεκαοκτάχρονος, από τους Αρίους που προανέφερα. Και όταν επιτέλους ξεπέρασα τον αρχικό μου πανικό, μόλις ανέ­ κτησα την αυτοκυριαρχία μου –ενώ το βλέμμα είχε προ πολλού χαθεί και το μωρό μου γουργούριζε μακαρίως–, αποφάσισα να μην αφήσω τις υποψίες μου μετέωρες, τα ερωτήματά μου ανα­ πάντητα, να ερευνήσω, να παρακολουθήσω, να αιφνιδιάσω ∙ αν μέλλει να συμβεί σύντομα το μοιραίο, αν το χτύπημα στην πόρ­ τα είναι ζήτημα ημερών, να προετοιμαστώ τουλάχιστον, να ορ­ γανώσω την άμυνά μου, μην παραδοθώ άκαπνος, μην καταρ­ ρεύσω. Κι αυτή την ώρα, την κρισιμότερη ώρα στη ζωή μου, βρήκε ο άθλιος Πρόκος, ο τρισκατάρατος, να με ξαποστείλει πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη ως χθες αδιάφορη κι από αύριο εχθρική. Μακριά από την αγαπη­ μένη μου. Μακριά κι από το βλέμμα . «Έλεγε τίποτε;» Λαχτάρισα. Ο Πρόκος στεκόταν μπροστά μου, λες και τον κάλεσαν οι σκέψεις μου. «Τι πράγμα;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=