Προς τον παράδεισο

H A N Y A Y A N A G I H A R A 18 φτάσει στην κορυφή, τον μπάτλερ ήδη να απλώνει το χέρι για να πάρει το καπέλο του. «Στο καθιστικό, κύριε Ντέιβιντ». «Ευχαριστώ, Άνταμς». Έξω από την πόρτα του καθιστικού στάθηκε, περνώντας επανει­ λημμένα τα χέρια του στα μαλλιά του –ένα νευρικό του συνήθειο, όπως και το επαναλαμβανόμενο σιάξιμο της φράντζας του καθώς διάβαζε ή σχεδίαζε, ή το μαλακό τρίψιμο του δείκτη κάτω από τη μύτη του καθώς σκεφτόταν ή περίμενε τη σειρά του στη σκακιέρα, ή τόσες άλλες εκδηλώσεις τις οποίες συνήθιζε–, πριν ξαναστενάξει και ανοίξει και τα δυο θυρόφυλλα ταυτόχρονα σε μια χειρονομία αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας που φυσικά δεν διέθετε. Τον κοίταξαν ομαδόν, παθητικά όμως, μήτε ευχαριστημένοι μήτε απογοητευμένοι που τον έβλεπαν. Ήταν σαν μια καρέκλα, ένα ρολόι, ένα κασκόλ αφημένο στη ράχη του καναπέ, κάτι που το μάτι είχε καταγράψει τόσες φορές, ώστε τώρα το προσπερνούσε, η παρουσία του τόσο οικεία, που είχε ήδη σχεδιαστεί και επικολληθεί στη σκηνή πριν σηκωθεί η αυλαία. «Άργησες πάλι» είπε ο Τζον, πριν προλάβει ο ίδιος να βγάλει λέξη, η φωνή του όμως ήταν ήπια και φαινόταν να μην έχει διάθεση για κατσάδες, αν και με τον Τζον ποτέ δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος. «Τζον» είπε, χωρίς να δώσει σημασία στο σχόλιο του αδελφού του, αλλά σφίγγοντας το χέρι του και το χέρι του συζύγου του, του Πίτερ· « Ίντεν» – φιλώντας πρώτα την αδελφή του κι έπειτα τη σύζυγό της, την Ελίζα, στο δεξί τους μάγουλο. «Ο παππούς πού είναι;» «Στο κελάρι». «Α». Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, και για μια στιγμή ο Ντέιβιντ ένιωσε την παλιά ντροπή που συχνά αισθανόταν για τους τρεις τους, τα αδέλ­ φια Μπίνγκαμ, επειδή δεν θα είχαν τίποτα να πουν ο ένας στον άλλον –ή, μάλλον, επειδή δεν θα ήξεραν πώς να πουν οτιδήποτε– αν δεν υπήρχε ο παππούς τους, λες και το μόνο πράγμα που έκανε πραγμα­ τικό τον έναν για τον άλλον δεν ήταν το δεδομένο του αίματός τους ή του παρελθόντος τους, αλλά εκείνος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=