Προς τον παράδεισο

17 I Είχε αποκτήσει τη συνήθεια , πριν από το δείπνο, να κάνει έναν περίπατο στο πάρκο: δέκα γύρες, με το πάσο του κάποια βράδια, ζωηρά κάποια άλλα, και μετά πάλι ανέβαινε τη σκάλα του σπιτιού και πήγαινε στο δωμάτιό του να πλύνει τα χέρια του και να στρώσει τη γραβάτα του, πριν ξανακατέβει στο τραπέζι. Σήμερα, ωστόσο, καθώς έβγαινε, η καμαριερούλα που του έδινε τα γάντια του είπε, «Ο κύριος Μπίνγκαμ λέει να σας θυμίσω ότι ο αδελφός και η αδελφή σας θα έρθουν για δείπνο απόψε», κι εκείνος είπε, «Ναι, σ’ ευχαριστώ, Τζέιν, που μου το θύμισες», λες και το είχε πράγματι ξεχάσει, κι εκείνη έκανε μια μικρή υπόκλιση και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Θα έπρεπε να κάνει πιο γρήγορα απ’ ό,τι αν ο χρόνος του ήταν ολόδικός του, έπιασε όμως τον εαυτό του να φέρεται επίτηδες αντι­ δραστικά, περπατώντας αντ’ αυτού στον βραδύτερο ρυθμό του, ακού­ γοντας τον ήχο από τις σόλες του στις πλάκες να αντηχεί αποφασιστι­ κά στον κρύο αέρα. Η μέρα είχε τελειώσει σχεδόν, και ο ουρανός είχε εκείνο το ιδιαίτερο πλούσιο μαβί του μελανιού το οποίο δεν γι­ νόταν να δει χωρίς να θυμηθεί, με πόνο, να είναι στο σχολείο και να τα βλέπει όλα να βάφονται μαύρα και το περίγραμμα των δέντρων να διαλύεται μπροστά του. Σύντομα θα τους έπιανε χειμώνας, κι είχε φορέσει το ελαφρύ του πανωφόρι μονάχα, μα παρ’ όλα αυτά συνέχισε, σταυρώνοντας τα χέρια του σφιχτά στο στήθος και σηκώνοντας τον γιακά. Ακόμα κι αφού σήμαναν οι καμπάνες πέντε, έσκυψε το κεφάλι και συνέ­ χισε να προχωράει, και μόνο αφού είχε τελειώσει τον πέμπτο περί­ πλου του γύρισε, στενάζοντας, να περπατήσει προς τα βόρεια, σε ένα από τα μονοπάτια για το σπίτι, και να ανέβει τα φροντισμένα πέτρινα σκαλοπάτια του, με την πόρτα να ανοίγει γι’ αυτόν πριν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=