Προς τον παράδεισο

H A N Y A Y A N A G I H A R A 44 Ντέιβιντ να καθίσει στην άλλη. «Λοιπόν» είπε ο παππούς του «δεν θα σου κρυφτώ, και ούτε κι εσύ πρέπει να μου κρυφτείς· ανυπομο­ νούσα να σε δω και να ακούσω τις εντυπώσεις σου από τον κύριο». «Ήταν…» ξεκίνησε, και κόμπιασε. «Ήταν ευχάριστος» είπε τελι­ κά «πιο ευχάριστος απ’ ό,τι φανταζόμουν». «Αυτό είναι θαυμάσιο» είπε ο παππούς του. «Τι είπατε;» Διηγήθηκε στον παππού του τη συζήτησή τους, κρατώντας το κομμάτι για τον καιρό που είχε κάνει ο Τσαρλς στη Δύση τελευταίο, και καθώς το μετέφερε, κοιτούσε τα ασημιά φρύδια του παππού του να σηκώνονται. «Ώστε έτσι» είπε ο παππούς του, ήπια, και ο Ντέιβιντ ήξερε τι σκεφτόταν: ότι αυτή η πληροφορία δεν είχε προκύψει κατά την έρευνά τους για τον Τσαρλς Γκρίφιθ, και επειδή η Μπίνγκαμ Μπράδερς είχε πρόσβαση στις πιο επιφανείς μορφές σε όλα τα επαγ­ γέλματα –γιατρούς, δικηγόρους, ερευνητές–, αναρωτιόταν τι άλλα πράγματα μπορεί να μην ήξεραν, τι άλλα μυστήρια μπορεί να έμεναν να αποκαλυφθούν. «Θα τον ξαναδείς;» ρώτησε ο παππούς όταν τελείωσε. «Θα ξανάρθει σε δύο εβδομάδες, και ρώτησε αν μπορεί να με ξαναδεί· του είπα ότι μπορεί». Πίστευε ότι ο παππούς του θα έμενε ικανοποιημένος απ’ αυτή την απάντηση, αντιθέτως όμως εκείνος σηκώθηκε, με μια στοχαστική έκφραση, και πήγε σ’ ένα απ’ τα μεγάλα παράθυρα, χαϊδεύοντας απαλά την άκρη της μακριάς, βαριάς μεταξωτής κουρτίνας και κοι­ τάζοντας έξω στον δρόμο. Για μια στιγμή έμεινε εκεί, σιωπηλός, όταν όμως ξαναγύρισε, χαμογελούσε και πάλι, με εκείνο το οικείο, αγα­ πητό χαμόγελο που πάντα έκανε τον Ντέιβιντ να νιώθει, όσο απαίσια κι αν φαινόταν η ζωή του, ότι ήταν κάπου άνετα. «Ε, λοιπόν» είπε ο παππούς του «τότε είναι πολύ τυχερός».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=