Προς τον παράδεισο

Π Ρ Ο Σ Τ Ο Ν Π Α Ρ Α Δ Ε Ι Σ Ο 43 »Αλλά, όπως είπα: τίποτε που να έχει βαρύτητα για το υπόλοιπο έθνος. Οπότε, ναι, να ευχαριστήσεις τον παππού σου εκ μέρους μας, παρακαλώ. Αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα έπρεπε να ευχαριστήσεις και τα αδέλφια σου – η δεσποινίς Χόλσον λέει ότι και των δυο οι γάμοι ήταν προσυμφωνημένοι». «Ναι, με οικογένειες που ήταν από καιρό κοντά με τη δική μας: ο Πίτερ, ο σύζυγος του αδελφού μου του Τζον, είναι κι αυτός από την πόλη· η Ελίζα, η σύζυγος της Ίντεν, είναι απ’ το Κονέτικατ». «Έχουν παιδιά;» «Ο Τζον κι ο Πίτερ ένα· η Ίντεν και η Ελίζα δύο. Κι εσύ, από ό,τι αντιλαμβάνομαι, βοηθάς στην ανατροφή των ανιψιών σου;» «Ναι, πράγματι, και μου είναι πολύ αγαπητοί. Θα ήθελα όμως να κάνω δικά μου παιδιά μια μέρα». Εδώ, το ήξερε, θα έπρεπε να συμφωνήσει, θα έπρεπε να πει ότι κι αυτός λαχταρούσε να κάνει παιδιά, ανακάλυψε όμως ότι δεν μπο­ ρούσε να το κάνει. Μα ο Τσαρλς γέμισε με ευκολία τον χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η απόκρισή του, και μίλησαν για τους ανιψιούς του, και τις αδελφές και τον αδελφό του, και το σπίτι του στο Ναντά­ κετ, με τη συζήτηση για άλλη μια φορά να προχωρά, ώσπου τελικά ο Τσαρλς σηκώθηκε, και σηκώθηκε και ο Ντέιβιντ. «Πρέπει να πηγαίνω» είπε ο Τσαρλς. «Μα πέρασα υπέροχα, και χαίρομαι τόσο που αποφάσισες να με γνωρίσεις. Θα ξανάρθω στην πόλη σε δύο βδομάδες· ελπίζω να θελήσεις να με ξαναδείς». «Ναι, βεβαίως» είπε και χτύπησε το κουδούνι, και οι δυο τους ξανάδωσαν τα χέρια πριν έρθει ο Νόρις και συνοδεύσει τον Τσαρλς πίσω στην είσοδο, και ο Ντέιβιντ χτύπησε την πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου, κι όταν άκουσε μια φωνή να τον προσκαλεί, μπήκε στο γραφείο του παππού του. «Α!» είπε ο παππούς του, καθώς σηκωνόταν από το γραφείο του κι έδινε στη γραμματέα του μια στοίβα χαρτιά. «Ήρθες! Σάρα…» «Ναι, κύριε, αμέσως» είπε η Σάρα κι έφυγε, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω της. Ο παππούς του πέρασε μπροστά από το γραφείο του και κάθισε σε μια από τις δυο καρέκλες απέναντί του, υποδεικνύοντας στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=