Προς τον παράδεισο

H A N Y A Y A N A G I H A R A 40 ρισσότερα από όταν πρωτάκουσε το όνομα του Τσαρλς Γκρίφιθ σχεδόν έξι βδομάδες πριν. «Σας ευχαριστώ τόσο που ήρθατε ως εδώ – είχατε καλό ταξίδι, ελπίζω;» «Ναι, πολύ» αποκρίθηκε ο Γκρίφιθ. «Και, σας παρακαλώ – να με λέτε Τσαρλς». «Κι εσύ να με λες Ντέιβιντ». «Μάλιστα!» είπε η Φράνσις. «Θα σας αφήσω να τα πείτε οι δυο σας, λοιπόν, κύριοι. Όταν τελειώσετε, Ντέιβιντ, κάλεσε τον Νόρις να ξεπροβοδίσει τον κύριο Γκρίφιθ». Περίμεναν ώσπου έφυγε κι η πόρτα έκλεισε, κι έπειτα κάθισαν κι οι δυο. Ανάμεσά τους ήταν ένα τραπεζάκι με ένα πιάτο σόρτμπρεντ και μια κανάτα που ο Ντέιβιντ καταλάβαινε, από τη μυρωδιά και μόνο, ότι είχε τσάι Lapsang Souchong, πανάκριβο και δυσεύρετο και το αγαπημένο του παππού του, που το φύλαγε αποκλειστικά για τις πλέον ιδιαίτερες των περιστάσεων. Ήξερε ότι αυτός ήταν ο τρόπος του παππού του να του ευχηθεί καλή τύχη, και η χειρονομία τον συγκίνησε και τον λύπησε ταυτόχρονα. Ο Τσαρλς είχε ήδη τσάι, αλλά ο Ντέιβιντ έβαλε λίγο για τον ίδιο, και καθώς έφερνε το φλιτζάνι του στα χείλη του, ο Τσαρλς τον μιμήθηκε, και ήπιαν ταυτόχρονα. «Είναι αρκετά δυνατό» είπε, επειδή ήξερε ότι η γεύση του τσαγιού για πολλούς ήταν υπερβολική· ο Πίτερ, που την αποστρεφόταν, κά­ ποτε την είχε περιγράψει σαν «μια παρακαπνισμένη φωτιά σε υγρή μορφή». Αλλά «Μου αρέσει πολύ» είπε ο Τσαρλς. «Μου θυμίζει τον καιρό που ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο – το έβρισκες πολύ εύκολα εκεί. Ακρι­ βό, φυσικά. Όχι όμως τόσο σπάνιο όσο είναι εδώ στις Ελεύθερες Πολιτείες». Αυτό τον αιφνιδίασε. «Έχεις κάνει στη Δύση;» «Ναι. Πάνε, ε, είκοσι χρόνια τώρα. Ο πατέρας μου είχε πρόσφατα ανανεώσει τη συνεργασία μας με τους κυνηγούς μας στα βόρεια, και το Σαν Φρανσίσκο, φυσικά, ήταν πια πλούσιο. Είχε την ιδέα να πάω εκεί και να ανοίξω ένα γραφείο, να κάνω κάποιες πωλήσεις. Έτσι κι έκανα. Ήταν θαυμάσια εμπειρία, πράγματι· ήμουν νέος, και η πόλη αναπτυσσόταν, κι ήταν υπέροχη εποχή να είσαι εκεί».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=