Προς τον παράδεισο

Π Ρ Ο Σ Τ Ο Ν Π Α Ρ Α Δ Ε Ι Σ Ο 29 Υπέθετε ότι καθένας τους σκεφτόταν το σπίτι ως δικό του, του άρεσε όμως να φαντάζεται, πάντοτε, ότι ήταν το ιδιαίτερό του κατα­ φύγιο, ένα μέρος όπου δεν ζούσε απλώς, αλλά τον καταλάβαιναν. Τώρα, ως ενήλικας, περιστασιακά μπορούσε να το δει όπως φαινόταν στους απέξω, το εσωτερικό του μια καλά οργανωμένη αλλά και πάλι εκκεντρική συλλογή από αντικείμενα που είχε μαζέψει ο παππούς στα ταξίδια του στην Αγγλία και την Ευρώπη, ακόμα και στις Αποι­ κίες, όπου είχε κάνει ένα διάστημα σε μια σύντομη περίοδο ειρήνης, κυρίως όμως παρέμενε η εντύπωση για το σπίτι που είχε σχηματίσει ως παιδί, όταν μπορούσε να περάσει ώρες πηγαίνοντας από όροφο σε όροφο, ανοίγοντας συρτάρια και ντουλάπια, κοιτάζοντας κάτω από κρεβάτια και καναπέδες, τα λουστραρισμένα ξύλινα πατώματα δροσερά και λεία κάτω απ’ τα γυμνά του γόνατα. Θυμόταν καθαρά να είναι μικρό αγόρι στο κρεβάτι αργά ένα πρωί, να κοιτάζει μια δέσμη ηλιόφωτος που ερχόταν από το παράθυρο, και να καταλαβαίνει ότι εδώ ήταν η θέση του, όπως και την αίσθηση της ανακούφισης που του προξένησε η γνώση αυτή. Ακόμα κι αργότερα, όταν δεν μπορού­ σε να φύγει από το σπίτι, από το δωμάτιό του, όταν η ζωή του είχε γίνει το κρεβάτι του μόνο, ποτέ δεν είχε σκεφτεί το σπίτι ως κάτι άλλο πέρα από καταφύγιο, του οποίου οι τοίχοι όχι μόνο κρατούσαν απέξω τους τρόμους του κόσμου, αλλά συγκρατούσαν και τον ίδιο του τον εαυτό. Και τώρα θα του ανήκε, κι αυτός θ’ ανήκε σ’ εκείνο, και για πρώτη φορά, το σπίτι τού φαινόταν αποπνικτικό, ένα μέρος απ’ όπου ίσως πλέον να μην ξέφευγε ποτέ, ένα μέρος που τον κατεί­ χε όσο το κατείχε και ο ίδιος. Τέτοιες σκέψεις τον απασχολούσαν για όσο του πήρε να φτάσει την Εικοστή Δεύτερη Οδό, και παρότι δεν ήθελε πια να μπει στη λέσχη –ένα μέρος όπου σύχναζε όλο και λιγότερο, από την απροθυμία του να δει τους πρώην συμφοιτητές του–, η πείνα του τον οδήγησε μέσα, όπου παράγγειλε τσάι και ψωμί και λουκάνικα και έφαγε, γρή­ γορα, πριν φύγει και κατευθυνθεί προς τα βόρεια και πάλι, ανηφο­ ρίζοντας μέχρι την Μπρόντγουεϊ και το νότιο άκρο του Σέντραλ Παρκ προτού στρίψει πίσω προς το σπίτι. Όταν πια γύρισε στην πλατεία Ουάσινγκτον, ήταν περασμένες πέντε, και ο ουρανός πάλι βαφόταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=